Αλέξης Σταμάτης, «Μελίσσια»: Τα «Μελίσσια» είναι το νέο βιβλίο του Αλέξη Σταμάτη, ένα σχετικά μικρό μυθιστόρημα 255 σελίδων, πλούσιο όμως σε μηνύματα και νοήματα. Ταυτόχρονα, πρόκειται για ένα βιβλίο έντονα αυτοαναφορικό, με πολλές(και άκρως ενδιαφέρουσες!) αναφορές στην ίδια την τέχνη της αφήγησης, ένα βιβλίο με χαρακτήρες αριστοτεχνικά δομημένους και μία πλοκή που δεν παύει να εκπλήσσει. Ο συγγραφέας επιχειρεί σ’ αυτό το έργο του κάτι διαφορετικό και το καταφέρνει με επιτυχία.

Η υπόθεση και ο μυθιστορηματικός χώρος


Η Αγάπη, η κεντρική ηρωίδα, συγγραφέας και μάλιστα grande dame της ελληνικής λογοτεχνίας, όπως αποκαλείται στο μυθιστόρημα, είναι άρρωστη και κατάκοιτη στο σπίτι της, με το οποίο τη συνδέουν αναμνήσεις μιας ζωής. Μαζί της στο σπίτι βρίσκεται ο μυστηριώδης υπηρέτης της που τη φροντίζει και επιμελείται με τις δικές της οδηγίες την αυτοβιογραφία της. Στην πορεία του έργου την επισκέπτονται τα δύο παιδιά της, ο άντρας της κόρης της, αλλά και μία αινιγματική νεαρή κοπέλα, η παρουσία της οποίας κορυφώνει τη δραματική ένταση του έργου. Ένας πίνακας πάνω από το κρεβάτι της Αγάπης θα γίνει αφορμή για μία εκρηκτική διεπίδραση μεταξύ των ηρώων, που στο τέλος δε θα έχει αφήσει κανέναν τον ίδιο.

Ο χώρος, στον οποίο εκτυλίσσεται το μεγαλύτερο μέρος της πλοκής του βιβλίου, είναι, όπως αναφέρθηκε, το σπίτι της κεντρικής ηρωίδας, ένα μεγάλο αρχοντικό στα Μελίσσια, και συγκεκριμένα το δωμάτιό της. Παρ’ ό,τι βέβαια πρόκειται για έναν μόνο χώρο, αυτό δε λειτουργεί καθόλου εις βάρος της πλοκής και του ενδιαφέροντος του βιβλίου. Οι τέσσερις τοίχοι του δωματίου δεν περιορίζουν τη δράση, αφού ο συγγραφέας δε δίνει ένα «κλειστοφοβικό» έργο, όπως κανείς μπορεί να περίμενε, αλλά ένα μυθιστόρημα που με όχημα τη μνήμη και τη φαντασία ταξιδεύει τους ήρωες και τον αναγνώστη στο χρόνο και στο χώρο.

Οι χαρακτήρες και οι μεταξύ τους σχέσεις


Η «κατασκευή» των μυθιστορηματικών προσώπων είναι ένα από τα πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία αυτού του βιβλίου, αφού ψυχογραφούνται από τον συγγραφέα σε βάθος, χωρίς όμως αυτή η ψυχογραφία να εξελίσσεται στην «επιφάνεια». Ο Σταμάτης δεν παραθέτει επίθετα για να περιγράψει τον εσωτερικό κόσμο των χαρακτήρων του,αλλά τους αφήνει να μιλήσουν (φωναχτά ή σιωπηλά) και μέσω της φωνής τους (εξωτερικής ή και εσωτερικής) να «ξεγυμνώσουν» τον εαυτό τους. Σ’ αυτήν την κατεύθυνση ο εσωτερικός μονόλογος διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο και είναι δυναμικά παρών στο έργο, διευκολύνοντας τον αναγνώστη να «μπει» στο μυαλό και τη λογική των ηρώων. Καθένας από αυτούς είναι ένας διαφορετικός χαρακτήρας, ένα ξεχωριστό προφίλ, και ταυτόχρονα είναι όλοι «αναγνωρίσιμοι τύποι της ελληνικής κοινωνίας», όπως ο ίδιος ο συγγραφέας έχει πει, κάτι που επιτρέπει την ταύτιση του αναγνώστη μαζί τους. Οι σκέψεις των ηρώων και οι μεταξύ τους διάλογοι έχουν τέτοια ενάργεια και αληθοφάνεια που μεταδίδονται απευθείας στον αποδέκτη, βοηθώντας τον να σχηματίσει μια καθαρή εικόνα για την προσωπικότητά τους, αλλά και για την παθογένεια που αυτή μπορεί να κρύβει. Άλλα από αυτά τα χαρακτηριστικά είναι φανερά και άλλα «περνάνε» υποδόρια, αναλόγως και με το βαθμό και με τον τρόπο, με τον οποίο τα προσλαμβάνει ο καθένας. Το γεγονός ότι οι χαρακτήρες του Σταμάτη είναι προσωπικότητες πολύπλευρες και πολυπρισματικές, επιτρέπει σ’ αυτόν που διαβάζει το βιβλίο να διαλέξει την πλευρά (ή τις πλευρές) που επιθυμεί ή που μπορεί-ανάλογα με τα βιώματα και το χαρακτήρα του-να αναγνωρίσει σ’ αυτούς. Έτσι, ο τρόπος και ο βαθμός πρόσληψης του βιβλίου αυτού ποικίλει και αυτό το κάνει και τόσο ξεχωριστό.

Όσον αφορά στις σχέσεις μεταξύ των ηρώων, είναι κάτι που επίσης απασχολεί πολύ τον συγγραφέα και μάλιστα είναι το κύριο μέσο, με το οποίο αποκαλύπτονται τα χαρακτηριστικά τους. Οι σχέσεις αυτές δεν έχουν τίποτα το εξεζητημένο (γιατί οι ίδιοι οι χαρακτήρες δεν έχουν τίποτα το εξεζητημένο) ή μη ρεαλιστικό, αλλά αντίθετα είναι απόλυτα αληθινές, αν και ενίοτε σκληρές με την αφοπλιστική ειλικρίνειά τους. Αυτό όμως είναι και το γοητευτικό στο έργο: ότι ο αναγνώστης μπορεί να δει στη διεπίδραση των ηρώων τον καθρέφτη των δικών του σχέσεων, να «ταχθεί» με το μέρος ενός ή περισσοτέρων από αυτούς και να ανακαλύψει πτυχές του εαυτού του βλέποντάς τες πάνω τους. Στα Μελίσσια τίποτα δεν αποκρύπτεται και τίποτα δεν ωραιοποιείται. Οι σχέσεις των χαρακτήρων παρουσιάζονται όπως ακριβώς είναι οι σχέσεις των πραγματικών ανθρώπων: με όλες τις αδυναμίες, τα πάθη, τα τραύματα, τη ζήλεια και τα απωθημένα που έχουν προκληθεί από αυτές στο πέρασμα των χρόνων. Ειδικά οι οικογενειακοί δεσμοί, γονεϊκοί, συζυγικοί, αδελφικοί, έρχονται στο μικροσκόπιο του συγγραφέα, ο οποίος  αισθητοποιεί με μαεστρία την άκρως περίπλοκη φύση τους και τις λεπτές ισορροπίες που τους χαρακτηρίζουν, ισορροπίες που κρέμονται από μια πολύ λεπτή κλωστή που εύκολα μπορεί να σπάσει. Οι σχέσεις, λοιπόν, (ιδιαίτερα οι οικογενειακές!) δεν είναι κάτι αφηρημένο, αλλά ζωντανοί διαμορφωτές αυτού που είμαστε και που επηρεάζει με τη σειρά του τις σχέσεις μας στο «σήμερα».

Το παρόν-το παρελθόν-η μνήμη


    Η μνήμη είναι εμφανώς παρούσα στα Μελίσσια και διαμορφώνει σε μεγάλο βαθμό τις σκέψεις, τα συναισθήματα, το χαρακτήρα και τις σχέσεις των ηρώων στο παρόν. Αυτός είναι και ο λόγος που το έργο βρίθει αναλήψεων. Οι χαρακτήρες θυμούνται, ξεχνούν (ή κάνουν ότι ξεχνούν) και όσα είναι εντυπωμένα στο μυαλό τους ανακαλούνται στο «τώρα», επηρεάζουν τα λόγια και τις πράξεις τους, «ταρακουνούν» τις ισορροπίες και εξακολουθούν να πληγώνουν με την οξύτητά τους. Το «χτύπημα» της μνήμης δεν αφήνει απρόσβλητο κανέναν από τους ήρωες, πόσο μάλλον την Αγάπη που, καθώς βαίνει στο τέλος της ζωής της, επιστρέφει (μόνη ή μέσω της διεπίδρασης με τους υπόλοιπους ήρωες) στο παρελθόν της, εκκούσια ή ακούσια, και κάνει έναν απολογισμό που την πληγώνει, όσο κι αν η περηφάνια της δεν της επιτρέπει πάντα να το παραδεχτεί στον εαυτό της και στους άλλους. Η μνήμη παρ’ όλα αυτά, ο παρελθοντικός χρόνος, δε λειτουργεί ως αυτοσκοπός στο έργο, αλλά ως διαμορφωτής του «σήμερα».  «Η Αγάπη έχει μια ειδική σχέση με το παρελθόν. Είναι εργαλείο της. Όχι απλώς το παρελθόν με την τρέχουσα έννοια, αλλά το απόσταγμα, η πεμπτουσία του παρελθόντος. Αν υπήρχε λέξη θα την είχε εφεύρει. Στα αγγλικά την έχει βρει, είναι past-ness. Ξέρει καλά γιατί μιλάει. Μαθαίνεις από το παρελθόν; Δεν είναι εύκολο. Μόνο με την αλήθεια της μνήμης ίσως.» λέει χαρακτηριστικά ο αφηγητής σε ένα σημείο του βιβλίου, ενώ σε άλλο σημείο η Αγάπη σκέφτεται: «Το παρελθόν δεν υπάρχει πάρα στον παρόντα χρόνο του νου – στην ανάμνηση».

Ο έρωτας και ο θάνατος


    Εκτός από τη μνήμη, ο συγγραφέας αναφέρεται επίσης στο θέμα του έρωτα και της αγάπης, της συντροφικής σχέσης και της «χημείας» μεταξύ των συντρόφων. Στο πόσο ευεργετικός μπορεί να είναι ο έρωτας για όσους «συμμετέχουν» σε αυτόν, στην ελευθερία ως προϋπόθεση στη σχέση, στις λεπτές ισορροπίες ανάμεσα στο ζευγάρι, αλλά και στη σημασία  της κοινής του πορείας. Στο σημείο αυτό θα παραθέσω ένα από τα αγαπημένα μου χωρία του βιβλίου, που σίγουρα μπορεί να «μιλήσει» καλύτερα απ’ ό,τι εγώ: «Μιλάω για έρωτα, βλάκα. Έρωτα. Απ’ αυτούς που νιώθεις πως στις φλέβες σου κολυμπάει το πιο όμορφο χρυσόψαρο. Από αυτούς όμως που δεν γουστάρεις καθόλου γιατί σε κάνουν τόσο γενναιόδωρο, που δίνεις και την ψυχή σου για ένα τίποτα. Από αυτούς που κοροϊδεύεις πως συμβαίνουν μόνο στα παιδάκια και στους ανώριμους. Που πας άφραγκος, ελεύθερος, έχοντας δώσει την τελευταία σου δεκάρα στο εισιτήριο για να τη βρεις εκεί όπου κι αν είναι. Κι ενώ δεν έχεις ούτε για τσιγάρα, την κερνάς το σπανιότερο κρασί – το πάθος σου για ζωή.  Έρωτα. Αλλά εσύ φοβάσαι να κοιτάξεις γιατί δεν μπορείς, είσαι τυφλός. Γιατί γέρασες, γέρασες κι ωρίμασες, κι έπαθες, κι έμαθες. Τι έμαθες λοιπόν; Να μη ζεις. Κρίμα. Άλλη νόμιζα πως ήταν η γνώση της ωριμότητας. Πού θα πάει, θα μάθω κι εγώ. Ως τότε πάντως δεν ξέρεις τι χάνεις».

Το θέμα του θανάτου είναι επίσης δυναμικά παρόν στο έργο και αφορά τόσο το θάνατο του άλλου ως απώλεια που έχει συντελεστεί και έχει επηρεάσει τους ήρωες (τον καθένα με διαφορετικό τρόπο), όσο και το θάνατο το δικό μας ως ενδεχόμενο αποτέλεσμα της αρρώστιας και των γηρατειών. Κι αν το πρώτο είδος θανάτου «ταράζει», ο δεύτερος θάνατος αντιμετωπίζεται στο βιβλίο με πλήρη ψυχραιμία και νηφαλιότητα. «Death is not the end, λένε οι ποιητές, οι δραματολάγνοι και οι μουσικόφιλοι. Και εγώ λέω, τρίχες, λυρισμοί. Τα πράγματα είναι ακόμη καλύτερα. Death isn ’t. Κι όσοι αρρωσταίνουν πρέπει να τελειώνουν γρήγορα με αυτές τις δοξασίες. Έχουν δουλειά μπροστά τους. Άλλωστε ποιος μίλησε για θάνατο; Για αρρώστια μιλάμε.»  και «Το πιο φοβερό από τα κακά, ο θάνατος, δεν υπάρχει για εμάς, γιατί απλά όσο υπάρχουμε δεν είναι παρών· κι όταν πάλι είναι παρών εκείνος τότε δεν υπάρχουμε εμείς. Άρα ο θάνατος δεν υπάρχει ούτε για τους ζωντανούς ούτε για τους πεθαμένους: για τους πρώτους δεν υφίσταται, ενώ οι άλλοι δεν είναι εν ζωή πλέον ώστε να τον συνειδητοποιήσουν.»  σκέφτεται η Αγάπη. Και η αλήθεια είναι πως, εν τέλει, η Αγάπη φοβάται πολύ περισσότερο τη μοναξιά παρά το θάνατο.

Συνολικά


Τα Μελίσσια είναι ένα πολύ ιδιαίτερο μυθιστόρημα, μία-θα έλεγε κανείς-καταβύθιση στο εσωτερικό της ανθρώπινης ψυχής και σε όσα είναι καλά κρυμμένα μέσα της. Ο Σταμάτης κατορθώνει σ’ αυτό το βιβλίο να ασχοληθεί με τα «μικρά», καθημερινά θέματα του «εγώ» και των ανθρωπίνων σχέσεων, αγγίζοντας όμως παράλληλα μεγάλα ζητήματα, όπως αυτά του θανάτου ή του έρωτα. Η Αγάπη λέει μέσα στο βιβλίο πως «[…]ο θάνατος είναι από τα βασικά θέματα ενός συγγραφέα. Μαζί με τον έρωτα και την εξουσία». Αν ο θάνατος και ο έρωτας είναι ζητήματα που θίγονται φανερά από τον συγγραφέα μέσα σ’ αυτό το έργο, τότε εγώ θα τολμήσω να πω πως και η εξουσία τίθεται δυναμικά ως ζήτημα στα Μελίσσια με τη μορφή της εξουσίας αυτής που ασκούν πάνω μας οι σχέσεις μας με τους ανθρώπους της ζωής μας, όπως και εκείνης που ασκούν πάνω μας οι αναμνήσεις και το παρελθόν μας. Αν μάλιστα οι χαρακτήρες αυτού του μυθιστορήματος είναι «τρισδιάστατοι», αυτό συμβαίνει γιατί ο Σταμάτης δημιούργησε ολοκληρωμένες προσωπικότητες, διαμορφωμένες όχι μόνο από το γενετικό τους υλικό, αλλά και από τις σχέσεις που ανέπτυξαν στην πορεία της ζωής τους, από τις επιλογές τους στο παρελθόν και το παρόν, από τους ανθρώπους που τους περιβάλλουν, από τις ίδιες τις εμμονές τους.

Αξίζει, λοιπόν, ιδιαίτερα να διαβαστεί αυτό το βιβλίο, παρά τις (λίγες) δυσκολίες που ενδεχομένως μπορεί να αντιμετωπίσει κανείς σε ορισμένα σημεία. Γιατί και οι δυσκολίες αυτές προκαλούν τον αναγνώστη να παρασυρθεί στην τέχνη της αφήγησης, να την δει με «άλλη ματιά», να μπει στο νόημα του έργου, να βυθιστεί στον κόσμο της Αγάπης. Κι αν κανείς περιμένει απ’ όλα τα παραπάνω πως πρόκειται για ένα βιβλίο χωρίς πλοκή, θα σας πω πως πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που δε σταματά να σε εκπλήσσει μέχρι…τις τελευταίες σελίδες!

Τέλος, αν μου έλεγαν πως πρέπει να διαλέξω μία μόνο φράση που μου έμεινε από τα Μελίσσια, αυτή θα ήταν: «[…]ο ενεστώτας είναι η πιο εκρηκτική γιορτή που μπορεί να συλλάβει ο ανθρώπινος νους.»

 

InfoΤο βιβλίο «Μελίσσια» κυκλοφορεί στις 17 Νοεμβρίου από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

 

 …και το trailer του βιβλίου


 


 

 

Προηγούμενο άρθροΟ Νίκος Παναγιωτόπουλος στη σχολή Σταυράκου
Επόμενο άρθροΣυμπόσιο για την σύγκριση της προσφοράς των κορυφαίων Ελλήνων φιλοσόφων