Τη Δευτέρα 29 Φεβρουαρίου θα παρουσιαστεί στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης η παράσταση Γέρμα, το γνωστό έργο του Λόρκα με τη μορφή συμφωνικής σκηνικής μπαλάντας, σε πρωτότυπη μουσική σύνθεση του Νίκου Χατζηελευθερίου, μετάφραση του Περουλή Σακελλαρίδη και δραματουργική επεξεργασία του Εδουάρδου Γεωργίου και της Αναστασίας Διαμαντοπούλου. Η Αλεξάνδρα Αϊδίνη μαζί με τον Κωνσταντίνο Ασπιώτη και την Ιωάννα Αγγελίδη συμπράττουν με την συμφωνική ορχήστρα Underground Youth Orchestra υπό τη διεύθυνση του Κώστα Ηλιάδη συνθέτοντας τον κορμό της παράστασης.

Η Αλεξάνδρα Αϊδίνη τα τελευταία δύο χρόνια αποτελεί την πρώτη στις προτιμήσεις του θεατρόφιλου κοινού με τις sold-out επιτυχίες του θεάτρου Πορεία Μεγάλη Χίμαιρα (1ο βραβείο γυναικείου ρόλου στα βραβεία Κοινού, βραβείο Ελευθερίας Σαπουντζή) και Τρεις Αδερφές, αμφότερες σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου. Το χαρισματικό κορίτσι που διακρίθηκε στις Κάννες με το Λιβάδι που Δακρύζει του Αγγελόπουλου, εδώ και χρόνια είναι μια από τις πιο αφοσιωμένες κι ανήσυχες ηθοποιούς του ελληνικού θεάτρου, με μια φυσική ευγένεια και χάρη που σπανίζουν. Ξεκλέβοντας λίγο από τον ελεύθερο της χρόνο, μας παραχώρησε μια συνέντευξη για την μουσικοθεατρική Γέρμα, το ανδαλουσιανό περιβάλλον, την ψυχική παθογένεια των γυναικείων ρόλων που ερμηνεύει φέτος αλλά και την ανάγκη της για θέατρο.

Αναστάσης: – Η παράσταση της Γέρμας που ετοιμάζεται συμπίπτει με την επέτειος 80 χρόνων από το θάνατο του F. G. Lorca. Σύστησε μας με λίγα λόγια την ιδιαίτερη φυσιογνωμία της παράστασής σας.

Αλεξάνδρα Αϊδίνη: – Πρόκειται για μια τρομερά ευτυχή συγκυρία που συμπίπτει με  την επέτειο ενός θανάτου –περίεργος ο συνδυασμός λέξεων «επέτειος» και «θάνατος», ωστόσο όταν πρόκειται για έναν τέτοιο συγγραφέα που έχει αφήσει τέτοιο έργο και τέτοια ποίηση  που επιβιώνει ακόμη και στις μέρες μας όντως πρόκειται για «επέτειο». Η ευτυχής αυτή συγκυρία έγκειται στη φυσιογνωμία της παράστασης, η οποία ξεκινάει από έναν πυρήνα μουσικό και ορχηστρικό από χέρια παιδιών. Αυτό είναι το πιο βασικό στοιχείο που με συγκίνησε και  με παρακίνησε ώστε να συμμετάσχω σε αυτό το εγχείρημα∙ μια παράσταση που μιλάει για την επιθυμία  ενός παιδιού και βασίζεται στη μουσική όπου παίζουν παιδιά. Η Γέρμα αποζητά τα παιδιά και τα παιδιά είναι μονίμως μπροστά στα μάτια της ουσιαστικά χωρίς η ίδια να τα βλέπει. Πρόκειται για μια πραγματικά υπέροχη μουσική σύνθεση του Νίκου Χατζηελευθερίου, μια παράσταση με πάρα πολύ ωραίους συνεργάτες – η Έλλη Πασπαλά είναι μια ερμηνεύτρια που θαυμάζω και εκτιμώ βαθιά, ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης και η Αναστασία Διαμαντοπούλου είναι άνθρωποι με τους οποίους έχω γνωριμία χρόνων. Είναι επομένως μια πολύ τρυφερή συνεργασία που ξεκινάει από κάτι πολύ νέο που ξεκινάει τώρα, από τα παιδιά που τώρα που ξεκινάνε την πορεία τους και ταυτόχρονα περιλαμβάνει ανθρώπους με τους οποίους συμπράττω από παλιά.

Αναστάσης: – Περιέγραψε μας το περιβάλλον στο οποίο ζει η Γέρμα και πώς αυτό επιδρά στην ψυχοσύνθεσή της

Αλεξάνδρα Αϊδίνη: – Θα επικαλεστώ μια πολύ ωραία φράση από τη μετάφραση του Περουλή Σακελλαρίδη. Λέει λοιπόν σε κάποιο σημείο η Γέρμα «Όταν βγήκα να μαζέψω γαρύφαλλα, έπεσα πάνω σ’ έναν τοίχο. Πάνω σ’ αυτόν τον τοίχο θα σπάσω μια μέρα το κεφάλι μου». Όπως συμβαίνει πάντα, ένα τόσο προδιαγεγραμμένο, κλειστό και εγκλωβιστικό περιβάλλον, σαν αυτό όπου ζει η Γέρμα, δημιουργεί μια συσσώρευση έντασης που αναπόφευκτα αποβαίνει μοιραία, γίνεται ένας «τοίχος» που μεταβάλει έναν άνθρωπο σε εκρηκτικό μηχανισμό, έτοιμο να εκραγεί οποιαδήποτε στιγμή. Όσο πιο πολύ περιορίζεται κάτι, τόσο πιο μεγάλος είναι ο κίνδυνος να αναφλεγεί με οδυνηρό τρόπο, όπως ακριβώς βλέπουμε να γίνεται και στη Γέρμα.

Γέρμα - Φωτογραφία από την παράσταση
«Όταν βγήκα να μαζέψω γαρύφαλλα, έπεσα πάνω σ’ έναν τοίχο. Πάνω σ’ αυτόν τον τοίχο θα σπάσω μια μέρα το κεφάλι μου».

Αναστάσης: – Πώς σωματοποιείται ο έρωτας μέσα από το λόγο του Λόρκα;

Αλεξάνδρα Αϊδίνη: – Παρόλο που είναι τόσο ποιητικός ο λόγος ο Λόρκα είναι ταυτόχρονα και σωματικός, με την έννοια ότι τον νιώθει κανείς να πάλλεται στο βαθύτερό του είναι. Αν αφήσεις τις λέξεις αυτές να κινήσουν το σώμα σου, γεννιούνται αυτομάτως τα συναισθήματα. Η πορεία λοιπόν που ακολουθώ  δεν είναι πρώτα να νιώσω κι έπειτα να αρθρώσω αλλά αντίστροφα: πρώτα αρθρώνω και σχεδόν ταυτόχρονα νιώθω.  Είναι μια πολύ οργανική διαδικασία, σαν να μιλάνε τα ίδια τα σπλάχνα, οι παλμοί της καρδιάς, ο πυρετός του μυαλού. Αρκεί λοιπόν να εμπιστευτείς το ρυθμό του, να τον αφήσεις να σε παρασύρει και δε χρειάζεται τίποτ’ άλλο. Το συναίσθημα τροφοδοτείται αμιγώς από αυτό, τόσο για τον άνθρωπο που αφηγείται την ιστορία, όσο και  για εκείνους που την ακούνε.

Αναστάσης:Πόσο κοντά πιστεύεις ότι είναι η ελληνική ιδιοσυγκρασία στο ανδαλουσιανό σύμπαν;

Αλεξάνδρα Αϊδίνη: Το ανδαλουσιανό σύμπαν το συνάντησα μέσα από τον Λόρκα. Δεν ήμουν εξοικειωμένη με αυτό. Αυτός είναι άλλωστε και ένας από τους λόγους που έχουμε επιλέξει αυτή τη δουλειά όσοι ασχολούμαστε με το θέατρο: για να κάνουμε αυτά τα ταξίδια στο χρόνο και στους τόπους. Νομίζω ότι δε διαφέρει από το σύμπαν μιας επαρχιακής –και όχι μόνο- πόλης της σημερινής Ελλάδας. Αυτή η έλλειψη αίσθησης ιδιωτικότητας, το γεγονός ότι όλα είναι ανοιχτά, είναι κάτι πολύ ζεστό που γεννά μια θαλπωρή και μια τρομερά ζωντανή επικοινωνία αλλά και ταυτόχρονα κάτι πολύ καταπιεστικό∙ δε σε αφήνει να ακούσεις την πραγματική δική σου επιθυμία παρά μονίμως επηρεάζεσαι από κάτι που πρέπει να προστατέψεις ή να συγκρίνεις. Αυτό γεννά μια ψεύτικη πραγματικότητα που στηρίζεται στο «φαίνεσθαι» και όχι στο «είναι». Είναι πολύ κατανοητή στην ελληνική ιδιοσυγκρασία η δυσκολία να υπερασπιστείς μια διαφορετικότητα, να την εξερευνήσεις ή να την επιδιώξεις. Είναι ακόμα πολύ συντηρητική η κοινωνία μας και σε αυτό παρόλο που κάνει πολλά βήματα.

Αναστάσης: – Γέρμα, Μαρίνα Μπαρέ, Όλγα. Τρεις πολύ διαφορετικές περιπτώσεις παθογενών γυναικών. Πώς τις επηρεάζει η ερωτική επιθυμία;

Αλεξάνδρα Αϊδίνη: – Παρότι πρόκειται για τρεις ηρωίδες που προέρχονται από τρία εντελώς διαφορετικά σύμπαντα και δεν έχουν καμία σχέση η μία με την άλλη ούτε χρονολογικά ούτε γεωγραφικά, επειδή αυτή τη στιγμή ζουν μες στο μυαλό μου, βρίσκω ένα νήμα που τις ενώνει. Έχει να κάνει με το γεγονός ότι είναι βαθιά επηρεασμένες από την ερωτική τους διαστρεβλωμένη επιθυμία, με την έννοια ότι κάτι δεν εκπληρώνεται και για τις τρεις τους. Όπως συμβαίνει με όλους τους ήρωες σπουδαίων συγγραφέων, αυτό οφείλεται σε κάτι που δεν έχει λειτουργήσει καλά εξαρχής:

Για τη Γέρμα, είναι το γεγονός ότι έχει παντρευτεί με βάση την πατρική επιταγή. Έτσι, προβάλει στον άντρα της την επιθυμία ενός παιδιού, ενώ η ίδια είναι ακόμη παιδί που δεν έχει μεγαλώσει, δεν έχει προλάβει να ανθίσει μέσα στη γυναικεία του φύση και του έχει φορεθεί ο ρόλος της συζύγου και της εν δυνάμει μητέρας.

Η Μαρίνα (σ.σ. Μεγάλη Χίμαιρα) έχει μεγαλώσει σε ένα περιβάλλον όπου ο έρωτας έχει ενοχοποιηθεί  λόγω της μητέρας της, η οποία κάνει έναν έκλυτο βίο. Έτσι, ό,τι έχει καταπνίξει έρχεται εν τέλει να τη στοιχειώσει κατά κάποιον τρόπο οδηγώντας την στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση.

Η Όλγα (σ.σ. Τρεις Αδερφές), από την άλλη, είναι η πιο ήσυχη από όλες, αλλά και η ίδια μια ωρολογιακή βόμβα, εξίσου καταπιεσμένη. Η διαφορά είναι ότι ενώ οι άλλες δύο κατά κάποιον τρόπο λυτρώνονται μέσω της αυτοκαταστροφικής τους ύπαρξης, για εκείνη δε λειτουργεί αυτή η έννοια της κάθαρσης∙ ο Τσέχωφ προσεγγίζει τους ήρωές του με τρόπο όχι τόσο τραγικό αλλά πιο ανθρώπινο, περισσότερο ως παρατηρητής, γιατρός και ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής. Τους παρουσιάζει να περνούν απλώς ήσυχα τη ζωή τους και να μετατρέπουν αυτή την καταπίεση σε μια μετριοπαθή ύπαρξη που απλώς σβήνει μες στο χρόνο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν έχουν τα μεγάλα τους δράματα -τα οποία και καταπνίγονται. Η Όλγα ουσιαστικά είναι κι εκείνη άλλο ένα μικρό παιδί που δε μεγάλωσε και με ένα τελείως εφηβικό τρόπο προσεγγίζει το ιδανικό του γάμου.

Αυτό τελικά είναι που τις ενώνει και τις τρεις: ένα τόσο άπιαστο ιδανικό, μια τεράστια συσσωρευμένη ερωτική προσδοκία που είναι τόσο φορτισμένη ώστε είναι καταδικασμένη να μην ευωδοθεί. Όλα καταλήγουν να είναι ένας έρωτας που εκεί που πάει να ανθίσει, έχει ήδη τσεκουρωθεί.

Γέρμα - Φωτογραφία από την παράσταση
Αλεξάνδρα Αϊδίνη: «Είναι πολύ κατανοητή στην ελληνική ιδιοσυγκρασία η δυσκολία να υπερασπιστείς μια διαφορετικότητα, να την εξερευνήσεις ή να την επιδιώξεις.»

Αναστάσης: – Τι κατάθεση χρειάζονται από μια ηθοποιοί τέτοιοι ρόλοι και τι σε γοητεύει στη διαδικασία προετοιμασίας μιας παράστασης;

Αλεξάνδρα Αϊδίνη: – Την κατάθεση ενός μαθηματικού που προσπαθεί να βρει τη λύση μιας εξίσωσης∙ μια ομαδική κατάθεση συνεννόησης με τους ανθρώπους που αναλαμβάνεις να εμπιστευθείς και σε εμπιστεύονται με στόχο να βρείτε μαζί ένα κοινό κώδικα ώστε να συμπληρώσει ο καθένας το έργο. Προσωπικά, με απορροφά σαν μικρό εξερευνητή, καθώς προσπαθώ να μη χάσω την παιδική αθωότητα στην προσέγγιση, αυτή την αναζήτηση απαντήσεων σε ερωτήματα, τη χαρά να πρωτοαγγίξεις πράγματα τα οποία έχουν ξαναγίνει και να δώσεις μια δική σου κατάθεση, να αναρωτηθείς «τι θέλω να πω μέσα από αυτό σήμερα εγώ;», «τι θέλουμε να πούμε όλοι μαζί ως ομάδα;». Είναι μια υπόθεση με τεράστια ερωτήματα, πολλή αϋπνία, πολύ ψάξιμο μέσα από λέξεις που δεν είναι απλώς λέξεις, καθώς συνδιαλέγεσαι με το συγγραφέα, την εποχή του, την εποχή σου, τους ανθρώπους με τους οποίους συνεργάζεσαι. Αυτό που με γοητεύει ουσιαστικά είναι η σύμπραξη με την ομάδα, η συνάντηση με τους ανθρώπους που αποφασίζουν να πουν μαζί μια ιστορία που έχει ειπωθεί μεν πολλές φορές αλλά καλούνται να λύσουν ένα αίνιγμα εκ νέου και να το ανοίξουν για τον κόσμο ώστε εκείνος να συνεχίσει την εξερεύνησή του. Είναι μια ατελείωτη διεργασία με άπειρες δυνατότητες και ο θεατής είναι ο καθοριστικός συντελεστής που κλείνει το σχήμα.

Αναστάσης: – Η μητρότητα αποτελεί τροχοπέδη για την «στείρα» Γέρμα και τραγική έκβαση για την Μαρίνα Μπαρέ (σε συνομιλία με τη Μήδεια). Τι σημαίνει η μητρότητα για κάθε μια από τις δύο ηρωίδες που παίζεις; Ως Αλεξάνδρα, πώς εκλαμβάνεις την έννοια της μητρότητας;

Αλεξάνδρα Αϊδίνη: – Πιστεύω ότι ως προς αυτό υπάρχει μια μεγάλη διαφορά ανάμεσα στη Γέρμα και στη Μαρίνα. Η τραγική έκβαση στην περίπτωση της Μαρίνας και η εν τέλει ταύτισή της με τη Μήδεια –μια ηρωίδα που την εμπνέει σε επίπεδο πνευματικό και λογοτεχνικό όπως όλη η Ελλάδα και η αρχαία γραμματεία- με την απώλεια του παιδιού της στο βωμό του έρωτα είναι κατά τη γνώμη μου μια ειρωνική πινελιά του συγγραφέα: Ο Καραγάτσης σχολιάζει το πώς κάτι που είναι αμιγώς πνευματικό τελικά πραγματώνεται με τρόπο δραματικό σε μια ζωή. Το τραγικό στοιχείο στη Μαρίνα είναι πως ό,τι βίωσε ως ψυχολογικό βιασμό από τη μητέρα της, παρότι προσπαθεί απεγνωσμένα να το αποφύγει, το επαναλαμβάνει με μαθηματική ακρίβεια κι ακόμη πιο ολέθρια. Στην περίπτωση της Γέρμας, πάλι, το παιδί που θέλει τόσο πολύ να αποκτήσει είναι σύμβολο γέννησης και καρποφορίας του έρωτα. Το αποζητά ως μια πλήρωση του έρωτά της. Η εμμονή της είναι προβολή της ερωτικής της επιθυμίας, την οποία δεν μπορεί να αρθρώσει ουσιαστικά. Και πάλι λειτουργεί ολέθρια, το λέει και η ίδια εξάλλου κάποια στιγμή: «από την επιθυμία μου θα γίνω κακιά».  Και στα δύο έργα, το παιδί λειτουργεί δυστυχώς, όπως και στην κοινωνία μας πολλές φορές, ως συμπλήρωμα των δικών μας ανασφαλειών και ελλείψεων, κάνοντάς το να χάνει την πραγματική του έννοια ως συνέχεια, ως νέα ζωή. Προσωπικά, θεωρώ την έννοια της μητρότητας πολύ ιερή. Είναι μια επιταγή της φύσης, στην οποία όμως η κοινωνία έχει επέμβει τόσο πολύ, ώστε μπερδεύεσαι κάποια στιγμή.

Αναστάσης: – Τι είναι αυτό που σε συναρπάζει στο θέατρο ως ηθοποιό και τι ως θεατή μιας παράστασης;

Αλεξάνδρα Αϊδίνη: – Το να βλέπω θέατρο –δεν ξέρω αν έχει να κάνει με το γεγονός ότι κάνω αυτή τη δουλειά- είναι για μένα βαθιά ανάγκη. Προκύπτει από την παιδική λαχτάρα να ακούσεις μια ιστορία ζωντανά, να πληρώσεις ένα αντίτιμο για να ακούσεις ουσιαστικά ένα μεγάλο ψέμα στο οποίο είμαστε όλοι συνεργοί, θεατές και ηθοποιοί. Η ομαδικότητα και η συνενοχή αυτή το κάνουν όμως τόσο πραγματικό που μπορεί να αλλάξει τη ροή των πραγμάτων μέσα σου, κάνοντας αυτή τη μικρή «ζαβολιά» πάρα πολύ σοβαρή υπόθεση. Σε αντίθεση με τον κινηματογράφο, αυτό γίνεται με μια πνοή από όλους -θεατές, ηθοποιούς, τεχνικούς- σε ένα χώρο, γεγονός που το καθιστά  μια μικρή επανάσταση, μια δυναμική συνεύρεση.

Γέρμα - Φωτογραφία από την παράσταση
Αλεξάνδρα Αϊδίνη: “Στο Λόρκα, αν αφήσεις τις λέξεις αυτές να κινήσουν το σώμα σου, γεννιούνται αυτομάτως τα συναισθήματα”
Πληροφορίες της παράστασης Γέρμα

Συντελεστές

  • Μουσική Σύνθεση: Νίκος Χατζηελευθερίου
  • Ενορχήστρωση-Διεύθυνση ορχήστρας: Κώστας Ηλιάδης
  • Μετάφραση-προσαρμογή κειμένου-στίχοι: Περουλής Σακελλαρίδης
  • Δραματουργική επεξεργασία: Εδουάρδος Γεωργίου, Αναστασία Διαμαντοπούλου
  • Σκηνοθεσία: Αναστασία Διαμαντοπούλου
  • Σκηνικά: Εδουάρδος Γεωργίου
  • Βίντεο | ηχητικός σχεδιασμός: Κώστας Μπώκος & Βασίλης Κουντούρης (Studio 19)
  • Ερμηνευτές: Έλλη Πασπαλά, Κωνσταντίνα Κορδούλη, Απόστολος Κίτσος
  • Πρωταγωνιστούν: Αλεξάνδρα Αϊδίνη, Κωνσταντίνος Ασπιώτης, Ιωάννα Αγγελίδη.
  • Συμμετέχουν οι μουσικοί: Χρήστος Φάκλαρης, Βαγγέλης Γαγλίας
  • Φωτογραφίες: Παντελής Κονσολάκης-Pikon Photography, φωτογραφία εξωφύλλου: Vasia Anagnostopoulou Photography
  • Παραγωγή: Ekfrassis Productions
  • Οργάνωση παραγωγής-Επικοινωνία: Στέλλα Πεκιαρίδη
  • Ημέρα και ώρα παράστασης: 29 Φεβρουαρίου στις 21.00
  • Διάρκεια: 70΄
  • Τιμές εισιτήριων: 15 € (προπώληση), 18 € (ταμείο ΙΜΚ την ημέρα της παράστασης), 12 € (Φοιτητικό / Κάτοχοι Κάρτας Ανεργίας ΟΑΕΔ)

Πληροφορίες θεάτρου

Χορηγός επικοινωνίας

logo artic.gr

Προηγούμενο άρθροΤο Όνομα του Ρόδου του Ουμπέρτο Έκο στην Αλκυονίδα
Επόμενο άρθροΣερίνθια : Το μονοπάτι της σωτηρίας – Κωνσταντίνα Καντζιού
Αναστάσιος Πινακουλάκης
Απόφοιτος του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Αθηνών -Erasmus στο Limburg Katholieke University College. Είναι τελειόφοιτος στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Αθηνών. Έχει παρακολουθήσει εκπαιδευτικά σεμινάρια και εργαστήρια δημιουργικής γραφής. Ασχολείται με τη συγγραφή θεατρικών έργων, ποιημάτων και παραμυθιών. Το μεγαλύτερό του όνειρο είναι να συνθέσει μία νέα δραματουργία και να συστήνει έργα στο κοινό.