1908. Γεννιέται στην Προύσα της Μικράς Ασίας ο Κ.Κουν. Μέχρι τα είκοσί του χρόνια ζει στην Κωνσταντινούπολη, όπου τον μεγαλώνει η μητέρα του και η γκουβερνάντα του λόγω του γρήγορου χωρισμού των γονιών του. Ο πατέρας του Ερρίκος Κοέν ήταν ένας πάμπλουτος έμπορος, κοσμοπολίτης με ελληνικές και γερμανοπολωνοεβραϊκές ρίζες, ενώ η μητέρα του Μελπομένη Παπαδοπούλου, ήταν καθαρά Ελληνίδα. Από πολύ μικρή ηλικία, ο Κάρολος σχεδίαζε παραστάσεις, έπαιζε πιάνο και ζωγράφιζε.

1927. Ο Κουν πηγαίνει για έναν χρόνο στο Παρίσι, όπου σπουδάζει αισθητική στη Σορβόνη. Δύο χρόνια αργότερα επισκέπτεται για πρώτη φορά την Ελλάδα, σε ηλικία 21 ετών και ξεκινά να εργάζεται ως καθηγητής αγγλικών στο Αμερικάνικο Κολλέγιο, το σημερινό Κολλέγιο Αθηνών. Συνέδεσε αμέσως το επάγγελμα του καθηγητή αγγλικών με το θέατρο, βάζοντας τους μαθητές του να σχηματίζουν διαλόγους αντί για απλές λέξεις ως τρόπο εκμάθησης της γλώσσας. Ανάμεσα στους μαθητές του ήταν οι Αλέξης Σολομός, Ανδρέας Παπανδρέου, Δημήτρης Χορν, με τους οποίους ανέβαζε μικρά θεατρικά μονόπρακτα που έγραφαν οι ίδιοι ή έργα του Αριστοφάνη και του Σέξπιρ. Τη δεκαετία του ’30 ανέβασε ποικίλα έργα, όπως το ‘‘Τέλος του ταξιδιού’’ του Σέριφ, τις ‘‘Όρνιθες’’, τον ‘‘Πλούτο’’, τους ‘‘Βατράχους’’ του Αριστοφάνη και το ‘‘Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας’’ του Σέξπιρ. Ο πολυμήχανος και ευρηματικός Κουν έγραφε και παρουσίαζε κάθε εβδομάδα στο Κολλέγιο με τους μαθητές του ένα έργο, το οποίο συνήθως βασιζόταν σε παιδικά παραμύθια και αγγλικά τραγούδια

Η δημιουργικότητα του Κουν όμως δεν σταμάτησε εκεί, καθώς το 1934 ίδρυσε μαζί με τον Γιάννη Τσαρούχη και τον δημοσιογράφο Διονύσιο Δεβάρη τη Λαϊκή Σκηνή. Η πρώτη παράσταση που ανέβασε ως σκηνοθέτης πια στη Λαϊκή Σκηνή ήταν η ‘‘Ερωφίλη’’ του Χορτάτση. Τότε ο Κουν συνεργάστηκε για πρώτη φορά με τον Γιάννη Τσαρούχη και γνωρίστηκε με τον Φώτη Κόντογλου, οι αγιογραφίες του οποίου επηρέασαν τη σκηνοθετική του ματιά και τον τρόπο τοποθέτησης των ηθοποιών στη σκηνή.

Ο Κάρολος Κουν με τον Γιώργο Λαζάνη
Ο Κάρολος Κουν με τον αγαπημένο του μαθητή Γιώργο Λαζάνη

Αυτό που συνέπαιρνε τον Κουν ως προς την Λαϊκή Σκηνή ήταν ο μη επαγγελματικός της χαρακτήρας. Νοίκιαζαν ένα θέατρο για κάποιες μέρες, που ορισμένες έπαιζαν κι άλλες όχι. Με αυτόν τον τρόπο ένιωθε την αίσθηση της συνεργασίας και της ελευθερίας σε επίπεδο δημιουργίας.  Άλλωστε ο ίδιος δήλωνε πως «Το θέατρο δεν είναι ακαδημαϊκό επάγγελμα. Έχει άλλες μορφές έκφρασης. Είναι κάτι ζωντανό, κάτι που δημιουργείται, κάτι που αλλάζει όλη την ώρα. Μόλις πας να βάλεις ακαδημαϊκή παιδεία, είναι ο θάνατος του θεάτρου».

Το 1939 δόθηκε μία παράσταση του ‘‘Βυσσινόκηπου’’ του Τσέχοφ στο Ελληνικό Ωδείο, ενώ την ίδια χρονιά ανέβασε την ‘‘Έντα Γκάμπλερ’’ του Ίψεν με τον θίασο της Κοτοπούλη. Η ίδια τού πρότεινε να συνεργαστεί με το θίασό της για δύο χρόνια κι έτσι ασχολήθηκε με το επαγγελματικό θέατρο ως το 1941. Κατά την περίοδο της Κατοχής (1942), ο Κουν μαζί με μαθητές της σχολής, όπως τον Βασίλη Διαμαντόπουλο, τον Λυκούργο Καλλέργη, τον Παντελή Ζερβό και άλλους, ξεκίνησαν πρόβες σε ένα μικρό δωμάτιο στην οδό Ζωοδόχου Πηγής 9 για την ‘‘Αγριόπαπια’’ του Ίψεν. Οι συνθήκες ήταν δύσκολες, οι καιροί ζοφεροί, όμως όλοι μαζί ένιωθαν πως δημιουργούσαν κάτι που θα αναζωπύρωνε την κοινή τους πίστη και ελπίδα σε ένα καλύτερο μέλλον, σε ένα καλύτερο αύριο.

Έδιναν πέντε παραστάσεις την εβδομάδα στο Θέατρο ‘Αλίκη’ υπό φρικτά δύσκολες περιστάσεις, ενώ από το 1946 έως το 1949 έπαιζαν πλέον κανονικά στο Θέατρο ‘Μουσούρη’.  Εκεί, ο Κουν ανέβασε έργα σπουδαίων συγγραφέων του παγκόσμιου ρεπερτορίου, όπως Ίψεν, Σο, Πιραντέλο, Ο’Νιλ, Ανούιγ και μετά την απελευθέρωση έργα του Λόρκα, Τένεσι Ουίλιαμς, Μίλερ. Κορυφαία στιγμή για το ελληνικό θέατρο υπήρξε το ανέβασμα του σπουδαίου έργου του Τένεσι Ουίλιαμς ‘‘Λεωφορείο ο Πόθος’’ το 1949, με την Μελίνα Μερκούρη στον ρόλο της Μπλανς και τον Βασίλη Διαμαντόπουλο ως Κοβάλσκι. Η μουσική ήταν του Μάνου Χατζιδάκι, ενώ τότε πρωτοακούστηκε το γνωστό ‘‘Χάρτινο το φεγγαράκι’’ με την μελωδική φωνή της Μελίνας.

Κάρολος Κουν
Κάρολος Κουν: Ο ιδρυτής του Θεάτρου Τέχνης

Το 1949 το Θέατρο Τέχνης κλείνει λόγω οικονομικών προβλημάτων και ο Κουν ξεκινά την συνεργασία του με το Εθνικό Θέατρο από το 1950 έως το 1953. Την περίοδο αυτή θα σκηνοθετήσει με μεγάλη επιτυχία έργα των Τσέχοφ, Πιραντέλλο, Στάινμπεκ και Σέξπιρ, ενώ ξεχώρισαν οι ‘‘Τρεις Αδερφές’’ του Τσέχοφ σε μουσική Μάνου Χατζιδάκι και σκηνικά-κοστούμια του Γιάννη Τσαρούχη.

Η επάνοδος του Κουν στο Θέατρο Τέχνης έγινε το 1954, όταν ξεκίνησε τη λειτουργία του στο «Υπόγειο» του «Ορφέα». Το αμείωτο πάθος του Κουν για την αναζήτηση της ποίησης στο θέατρο οδήγησε σε μία απίστευτα δημιουργική περίοδο τόσο για τον ίδιο όσο και για το ελληνικό θέατρο εν γένει. Η συμβολή του επηρέασε και ανέτρεψε τις επικρατούσες αντιλήψεις γύρω από την αναγκαιότητα και την λειτουργία του θεάτρου κατά τον 20ο αιώνα. Το «Υπόγειο» αυτό έμελλε να αποτελέσει την αφετηρία για την αλλαγή του θεατρικού τοπίου στην Ελλάδα, καθώς και το θεμέλιο της θεατρικής παιδείας πολλών γενεών.

Κάρολος Κουν
Κάρολος Κουν… το ιερό τέρας της σκηνοθεσίας

Στη δεκαετία του ’60, ο Κουν έδωσε έμφαση στο ‘‘θέατρο του παραλόγου’’ και σε συγγραφείς, όπως Ιονέσκο, Μπέκετ, Αραμπάλ, Φο και Πίντερ, ενώ φώτισε επίσης με την αιχμηρή του σκηνοθετική ματιά νεοελληνικά θεατρικά έργα, όπως αυτά του Σεβαστίκογλου, του Κεχαϊδη, του Ευθυμιάδη κι αργότερα της Αναγνωστάκη και του Καμπανέλλη. Σημαντική επιτυχία σημείωσε το εμβληματικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη που σηματοδότησε τη νεοελληνική δραματουργία και την πορεία του Θεάτρου Τέχνης, η «Αυλή των Θαυμάτων», που ανέβηκε το 1957. Στους πρωταγωνιστικούς ρόλους ήταν ο Κώστας Καζάκος, η Νέλλη Αγγελίδου, ο Γιώργος Λαζάνης, ο Δημήτρης Χατζημάρκος, ενώ τα σκηνικά της παράστασης είχε επιμεληθεί ο Γιάννης Τσαρούχης.

Η εντατική ενασχόληση του Κουν με το αρχαίο δράμα ξεκίνησε το 1957, με την παρουσίαση του «Πλούτου» του Αριστοφάνη στο Θέατρο Τέχνης. Το έργο-σταθμός για το Θέατρο Τέχνης ήταν οι αριστοφανικές «Όρνιθες» που παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά δύο χρόνια αργότερα, το καλοκαίρι του 1959 στο Ηρώδειο. Η παράσταση ανέβηκε για μία μόνο βραδιά, καθώς προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων που οδήγησαν στην ματαίωση των υπόλοιπων παραστάσεων ύστερα από κυβερνητική εντολή. Από το ’59 όμως, που απαγορεύτηκε έως και σήμερα, η συγκεκριμένη παράσταση αποτελεί μείζων πνευματικό κεφάλαιο του θεάτρου μας – ίσως την αρτιότερη αριστοφανική παράσταση των νεότερων χρόνων.

Το επιτελείο των «Ορνίθων» απαρτιζόταν από τα πιο σημαίνοντα πρόσωπα του πνευματικού χώρου εκείνης της εποχής: η μετάφραση ήταν του Βασίλη Ρώτα, η μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, σκηνικά-κοστούμια Γιάννη Τσαρούχη και χορογραφίες της Ραλλούς Μάνου και της Ζουζούς Νικολούδη. Τρία χρόνια αργότερα στο Φεστιβάλ των Εθνών στο Παρίσι, οι «Όρνιθες» βραβεύτηκαν από κοινού με το Εθνικό Θέατρο, η παράσταση αποθεώθηκε από το κοινό, ενώ ξαναπαίχτηκε το 1960-’62, από το ’64-’68 και το ’86.

Αυτό που στα νεότερα χρόνια αποκαλείται «ελληνικότητα», εκφράστηκε από τον Κάρολο Κουν με τον πιο ακέραιο και ιδιαίτερο τρόπο, κυρίως στις παραστάσεις του Αριστοφάνη. Βασική αρχή και γραμμή του ίδιου ήταν ο λαϊκός προσανατολισμός στα δρώμενα και στα πρόσωπα. Ο Κουν δεν αποζητούσε μέσα από τις παραστάσεις του να δημιουργήσει θεατρικές πρωτοπορίες, αλλά να εκφράσει τις «σύγχρονες πνευματικές ανησυχίες» του ανθρώπου. Αενάως αναζητούσε την έκφραση καινούργιων, καινοτόμων σχημάτων και μορφών, τα οποία θα ανέτρεπαν τις δεδομένες και απαρχαιωμένες φόρμες του παρελθόντος.

Απελευθερωμένο από τα στενά ιδεολογικά και πολιτικά όρια που είχαν τεθεί στο Εθνικό Θέατρο, λόγω της άρρηκτης σύνδεσής του με τον κρατικό μηχανισμό, το Θέατρο Τέχνης κατόρθωσε να ανεβάσει ποικίλα έργα τόσο του ελληνικού όσο και του ξένου ρεπερτορίου. Η ίδρυση του Εθνικού Θεάτρου έγινε το 1932, γεγονός που δεν εμπόδισε το Θέατρο Τέχνης, που εμφανίστηκε δέκα χρόνια μετά, να αποτελέσει το αντίπαλο δέος του. Η πορεία των δύο αυτών θεάτρων μέσα στον χρόνο αποδεικνύει την αδιαμφισβήτητη αξία και μοναδικότητα του καθενός. Aποτελούν τους δύο κύριους θεατρικούς φορείς που διαπαιδαγώγησαν για χρόνια το κοινό, παρόλο που είχαν διαφορετικό μεταξύ τους τρόπο λειτουργίας και πρακτικές. Μέσα από το κοινό όραμα σημαντικών πνευματικών ατόμων της μεταπολεμικής Ελλάδας, όπως σκηνογράφοι, μουσικοί, μεταφραστές και ιδίως ηθοποιοί, το Θέατρο Τέχνης εμπλούτισε τον νεοελληνικό πολιτισμό με μορφές ανεκτίμητες για την αξία του έργου τους.

Ο Κάρολος Κουν κατά την διάρκεια πρόβας
Ο Κάρολος Κουν κατά την διάρκεια πρόβας

Καίριο στοιχείο της δουλειάς του Κουν αποτελούσε η διαδικασία της πρόβας. Εκεί, ο ηθοποιός έπρεπε να λειτουργεί με βάση το υποσυνείδητο κι όχι το συνειδητό. Κατά τον Κουν «ο ηθοποιός πρέπει να μην ξέρει από πριν τι θα βγει από μέσα του, αυτό που έχουμε στο μυαλό μας είναι πολύ λίγο», πρέπει να εξελίσσεται μέσα από την διαδικασία της πρόβας. Ο ίδιος τόνιζε πως αυτό που τον ενδιέφερε ήταν «ο άνθρωπος και η εξέλιξή του μέσα στον χώρο, τον ελληνικό χώρο».

Ο Κάρολος Κουν αποτέλεσε υπόδειγμα θεατράνθρωπου, ένα ιερό τέρας της σκηνοθεσίας, που ανέτρεψε τα δεδομένα και ανανέωσε τις φόρμες στην οπτική του θεάτρου του περασμένου αιώνα. Ξεχώρισε για το ήθος της μορφής του και το πάθος του για την αναζήτηση του αληθινού, του πηγαίου του μη ακαδημαϊκού στην τέχνη του θεάτρου. Υπήρξε τροφοδότης του θεάτρου με έμψυχο υλικό, καθώς έβγαζε ηθοποιούς για περισσότερο από μισό αιώνα. Ως πιστός υπηρέτης του θεάτρου, ήθελε τους μαθητές του αποκλειστικά αφοσιωμένους στο Θέατρο Τέχνης και απαγόρευε τη συμμετοχή τους στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση.

Το 1984 παραχωρήθηκε από το ελληνικό κράτος ένας χώρος στην Πλάκα, για την ανέγερση του Θεάτρου Κ.Κουν. Ο Κουν πέθανε στην Αθήνα στις 14 Φεβρουαρίου 1987. Λίγες μέρες μετά τον θάνατό του, δημοσιεύτηκε η διαθήκη του στην οποία όριζε την κληροδότηση του Θεάτρου Τέχνης στους Γ. Λαζάνη, Μ. Κουγιουμτζή και Γ. Αρμένη, προτρέποντάς τους να συνεχίσουν την συνεργασία τους στο Θέατρο Τέχνης Κ. Κουν.

 

Κάρολος Κουν
Κάρολος Κουν (1908 – 1987)

 

Προηγούμενο άρθροBlack Hat Bones και λοιποί ρόκερς στο An Club
Επόμενο άρθροΤο ημερολόγιο μιας προβληματισμένης γενιάς…
Λυδία Τριγώνη
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Ηράκλειο Κρήτης. Απόφοιτη του τμήματος Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Παν/μίου Αθηνών και του μεταπτυχιακού προγράμματος «Λογοτεχνία, Πολιτισμός και Ιδεολογία», με ειδίκευση στο θέατρο. Ασχολείται με τη μετάφραση θεατρικών έργων, εργάζεται ως βοηθός σκηνοθέτη και αρθρογραφεί στο Artic.gr από το 2012.