Ο Yann Tiersen (γενν. 23 Ιουνίου 1970) είναι Γάλλος μουσικός και συνθέτης, γνωστός για τη μεταβλητότητά του, τις μινιμαλιστικές συνθέσεις, και τη δεξιοτεχνία του σε πολλά όργανα. Ο ίδιος δηλώνει ότι δεν είναι συνθέτης μουσικής κινηματογράφου, παρόλα αυτά αρκετά κομμάτια των πρώτων δύο δίσκων του χρησιμοποιήθηκαν με επιτυχία στις ταινίες Amelie και Goodbye Lenin! από τις οποίες έγινε περισσότερο γνωστός στο ευρύ κοινό.

Γεννήθηκε το 1970 στην Βρέστη, μια πόλη στη Βρετάνη της βορειοδυτικής Γαλλίας και από μικρός ενεπλάκη με τη μουσική ξεκινώντας πιάνο σε ηλικία τεσσάρων ετών, βιολί στην ηλικία των έξι και παίρνοντας κλασσική παιδεία φοιτώντας σε αντίστοιχες μουσικές ακαδημίες στη Νάντη τη Βουλώνη και τη Ρεν.

Στα νεανικά του χρόνια επηρεάστηκε μουσικά από την punk κουλτούρα όπως εκπροσωπείτο από τους The Stooges και Joy Division με αποτέλεσμα να δημιουργήσει ένα rock συγκρότημα με τον ίδιο κιθαρίστα. Από μικρός είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει από κοντά συγκροτήματα-θρύλους όπως οι Nirvana, The Cramps, Nick Cave and the Bad Seeds κ.α. από τα οποία αντλούσε έμπνευση. Όταν διαλύθηκε η μπάντα του ξεκίνησε να γράφει μουσική μόνος του ηχογραφώντας σε ερασιτεχνικό εξοπλισμό που αγόρασε ο ίδιος, χρησιμοποιώντας synthesizers, drum machine, mixer και έναν οκτακάναλο αναλογικό εγγραφέα.

 Αρκετά προτού κυκλοφορήσει μουσική για κινηματογράφο κάτω από το δικό του όνομα, ο Tiersen ηχογραφούσε μουσική υποβάθρου για θεατρικά έργα και ταινίες μικρού μήκους. Το καλοκαίρι του 1993 κλείστηκε στο διαμέρισμά του ηχογραφώντας μουσική μόνος του με μια ηλεκτρική κιθάρα, ένα βιολί και ακορντεόν, παρακινημένος και καθοδηγούμενος από το όραμά του, όραμα μιας “μουσικής αναρχίας”. Έως το τέλος εκείνου του καλοκαιριού είχε ηχογραφήσει πάνω από σαράντα κομμάτια από τα οποία αποτελούνταν σε μεγάλο ποσοστό οι πρώτοι δύο δίσκοι του. Ο πρώτος δίσκος του TiersenLa Valse des monstres κυκλοφόρησε το 1995 από την ανεξάρτητη εταιρεία Sine Terra Firma για περιορισμένο αριθμό αντιτύπων που δεν ξεπερνούσε τα 1.000 και αργότερα ξανακυκλοφόρησε το 1998 από την Ici, d’ailleurs.

 Ο Yann Tiersen κέρδισε αρκετή φήμη με την κυκλοφορία του τρίτου studio album του με τίτλο La Phare το 1998. Ο δίσκος ηχογραφήθηκε σε περιβάλλον ησυχίας και απομόνωσης στο νησί Ushant όπου ο Tiersen πέρασε δύο μήνες νοικιάζοντας ένα σπίτι για να τον γράψει. Τις νύχτες κοιτούσε το Phare du Creach έναν από τους μεγαλύτερους φάρους του κόσμου και εντυπωσιαζόταν από την επιβλητικότητα του θεάματος που επαναλαμβανόταν κάθε βράδυ.

 Στο La Phare συμμετέχει η γαλλίδα τραγουδίστρια Claire Pichet, ο συνθέτης Dominique Ane και ο γάλλος ντράμερ Sacha Toorop. Ο δίσκος αυτός πούλησε 160.000 αντίτυπα καθιερώνοντας των Tiersen σαν έναν από τους πιο πρωτοπόρους και αυθεντικούς καλλιτέχνες της γενιάς του. Τρία από τα κομμάτια αυτού του άλμπουμ χρησιμοποιήθηκαν αργότερα για soundtrack της ταινίας Amelie. Το La Phare ήταν το πρώτο άλμπουμ του που σκαρφάλωσε στο νούμερο 50 των French Album Chart.

Στην περίοδο αυτή ο Tiersen ξεκίνησε μια νέα ενορχηστρωτική δουλειά παίζοντας βιολί, μαντολίνο, ηλεκτρική κιθάρα, μεταλόφωνο και μπάσο για το τραγούδι A ton etoile του γαλλικού ροκ συγκροτήματος Noir Desir στο remix album τους One Trip/One Noise (1998), έγραψε τη μουσική για τή βραβευμένη ταινία The Dreamlife of Angels(1998) και Alice et Martin (1999) ενώ επίσης έγραψε 3 κομμάτια σε συνεργασία με το γαλλικό electronic rock σχήμα Bastard και το πρώτο του ζωντανό άλμπουμ με τίτλο Black Session: Yann Tiersen το οποίο ηχογραφήθηκε στο άνοιγμα του Rencontres Trans Musicales in the Salle Serreau στο Εθνικό Θέατρο της Βρετάνης. Το άλμπουμ στο οποίο συμμετέχει ο ιρλανδός τραγουδιστής και συνθέτης Neil Hannon και ο τραγουδιστής Bertrand Cantat ηχογραφήθηκε στην Γαλλία, το mastering έγινε από το Radio France και κυκλοφόρησε σε CD ένα χρόνο αργότερα.

 Το 1999 ο Tiersen με τους The Married Monk, Claire Pichet και Olivier Mellano, κυκλοφόρησε το πρώτο του άλμπουμ με συνεργασίες Tout est calme. Το 26 λεπτών και 10 κομματιών άλμπουμ κατάφερε να φτάσει την τεσσαρακοστή πέμπτη θέση στα French Album Chart και από αυτό βγήκε ένα single το Les Grandes marees ενώ ο Tiersen συμμετείχε και στο single Gin Soaked Boy των Divine Comedy καθώς και σε 3 τραγούδια στον δεύτερο στούντιο δίσκο του Francoiz Breut.

 Ο Tiersen παρέμενε σχετικά άγνωστος εκτός Γαλλίας μέχρι την κυκλοφορία της μουσικής του για την ταινία Amélie το 2001. Ο Γάλλος σκηνοθέτης Jean-Pierre Jeunet είχε κάτι διαφορετικό στο μυαλό του για την μουσική της ταινίας αλλά μια μέρα οι βοηθοί παραγωγής του έδωσαν να ακούσει ένα CD του Tiersen, κάτι που ο σκηνοθέτης βρήκε εξαιρετικό. Ο Jeunet αγόρασε τους δίσκους του Tiersen και ύστερα επικοινώνησε μαζί του για να δει εάν ο συνθέτης ενδιαφερόταν να γράψει τη μουσική του Amélie. Σε δύο εβδομάδες ο Tiersen έγραψε 19 κομμάτια για την ταινία και επίσης επέτρεψε στους παραγωγούς της ταινίας να χρησιμοποιήσουν οποιοδήποτε άλλο κομμάτι ήθελαν από τους δίσκους του.

Η ταινία απέσπασε εξαιρετικές κριτικές και έγινε μεγάλη εμπορική επιτυχία ενώ κατάφερε να κερδίσει το βραβείο καλύτερης ταινίας στο European Film Awards, τέσσερα Cesar Awards στα οποία εμπεριέχονται και 2 βραβεία για καλύτερη ταινία και καλύτερο σκηνοθέτη, δύο BAFTA Awards για καλύτερο σενάριο και ερμηνείες και 5 φορές προτεινόμενη για βραβεία Ακαδημίας. Η μουσική ήταν μια μίξη νέου και παλιότερου υλικού του Tiersen που είχε κυκλοφορήσει ήδη και ο ίδιος τιμήθηκε με το βραβείο καλύτερης μουσικής για ταινία καθώς και με το βραβείο World Soundtrack Academy.

Κατά την διάρκεια της σύνθεσης της μουσικής του Amélie ο Tiersen ετοίμαζε το πέμπτο άλμπουμ του με τίτλο L’ Absente το οποίο ξεχωρίζει λόγω διάφορων συνεργασιών μέσα στις οποίες είναι αυτή με την τριανταπενταμελή Ορχήστρα Synaxis την οποία διηύθυνε ο Guillaume Bourgogne αλλά και η συνεργασία με τον Bertrand Lambert, τους βιολιστές Yann Bisquay και Sophie Naboulay. To άλμπουμ κυκλοφόρησε στις 5 Ιουνίου 2001 από την EMI France και “προλογίστηκε” από 2 single για τα κομμάτια A quai και Bagatelle.

 Οι ικανότητες του Tiersen ως συνθέτη έγιναν περιζήτητες και το soundtrack του Amélie σύντομα ακολουθήθηκε από την μουσική για την ταινία Goodbye Lenin! (2003) μια γερμανική τραγική κωμωδία σκηνοθετημένη από τον Wolfgang Becker. H ταινία έκανε μεγάλη εμπορική επιτυχία αλλά απέσπασε και πολλά βραβεία και καλές κριτικές, μαζί και ο Tiersen που για ακόμη μια φορά βραβεύτηκε για την εκπληκτική μουσική του.

Τον Νοέμβριο του 2003 συνεργαζόμενος με άλλους μουσικούς και τραγουδοποιούς κυκλοφόρησε 3 νέα τραγούδια για φιλανθρωπικό σκοπό, μαζεύοντας χρήματα για την Διεθνή Ένωση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Τον Οκτώβριο του 2010 κυκλοφόρησε το έκτο studio album του Τiersen με τίτλο Dust Lane. Το album προετοιμαζόταν για δυο χρόνια και το μεγαλύτερο μέρος του ηχογραφήθηκε στο νησί Ushant της Γαλλίας. Επιπλέον μέρη ηχογραφήθηκαν στις Φιλιππίνες. Το θέμα αυτού του album είναι η θνητότητα, διότι κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων ο Tiersen έχασε τη μητέρα του και ένα στενό του φίλο. Οι ηχογραφήσεις ξεκίνησαν με κομμάτια που βασίζονταν σε απλές μουσικές  ιδέες, με τον Tiersen να παίζει ακουστική κιθάρα, μαντολίνο και μπουζούκι.  Νέες ιδέες όμως προστέθηκαν σε αυτά δημιουργώντας έναν πιο σύνθετο ήχο. Στη συνέχεια, μια σειρά από κλασικά sythesizers και ηλεκτρικές κιθάρες προστέθηκαν για να δημιουργήσουν περαιτέρω υφές. Το album κυκλοφόρησε από την Mute Records στην Ευρώπη και την ANTI- Records στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο δίσκος προωθήθηκε σε μια περιοδεία η οποία ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 2010, αρχίζοντας από τη Νέα Υόρκη. Πριν από αυτό όμως είχε προηγηθεί η κυκλοφορία του EP Palestine σε βινύλιο και το CD single. Το ίδιο έτος εργάστηκε παράλληλα και για το Li(f)e το τέταρτο solo album του hip-hop καλλιτέχνη Sage Francis.

Τον Οκτώβριο του 2011 κυκλοφόρησε στην Ευρώπη το έβδομο studio album του, Skyline. Το αποτελούμενο από εννέα κομμάτια album, μια συνέχεια του Dark Lane, ηχογραφήθηκε και πάλι στο σπίτι του Tiersen στο νησί Ushant νοτιοδυτικά του αγγλικού καναλιού, με επιπλέον μέρη να έχουν ηχογραφηθεί σε Παρίσι, Σαν Φρανσίσκο, Βερολίνο και στο Nashville. Tη μίξη των κομματιών ανέλαβε ο παραγωγός Ken Thomas στο Leeds και το mastering έγινε από τον Ray Staff στο Λονδίνο. Από το album έγινε και η παραγωγή των CD single  για τα κομμάτια Monuments και Ι’m gonna live anyhow. Στις 18 Φεβρουαρίου 2012, ο Tiersen μαζί με τους Lionel Laquerriere και Thomas Poli παρουσίασαν  ένα ακόμη project, το Elektronishe Staubband, στο μουσικό φεστιβάλ La route du Rock στο Saint-Malo. Ήταν μια παραγωγή μιας ώρας περίπου σε διάρκεια με ηλεκτρονική και πειραματική μουσική περιλαμβάνοντας πολλά synthesisers και αναλογικά πλήκτρα με τα τρία πρώτα κομμάτια παρμένα από το set list του Dust Lane και τα υπόλοιπα πέντε από το Skyline. Ο Tiersen είχε επίσης επιλεγεί από τον Jeff  Mangum, των Neutral Milk Hotel, να εμφανιστεί στο All Tomorrow’s Parties Festival το Μάρτιο του 2012 στο Minehead της Αγγλίας. Το Skyline κυκλοφόρησε από την ANTI- Records στις 17 Απριλίου 2012 και ακολούθησε το Skyline Tour με εμφανίσεις σε Ηνωμένες Πολιτείες, Καναδά, Ισλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία, Γαλλία, Σλοβακία, Αυστρία, Φιλανδία και Ημωνένο Βασίλειο.

 Το μουσικό στυλ του Yann Tiersen είναι δύσκολο να το κατατάξεις κάπου. Διαφέρει κατά έναν πολύ ωραίο τρόπο κάθε δίσκος του με τον προηγούμενο. Η μελαγχολική του μουσική και οι τεχνικές σύνθεσής του συνδυάζουν στοιχεία της Κλασσικής και Folk μουσικής με στοιχεία Pop και Rock. Το ευαίσθητο αλλά συνάμα βαθύ συναίσθημα της μουσικής του παραπέμπει στον Chopin αλλά και σε μεγάλους δασκάλους της ρομαντικής μουσικής όπως ο Satie. Ο Tiersen τέλος με τη μινιμαλιστική επαναλαμβανόμενη και βαθιά συναισθηματική και πλούσια σε επίπεδα μουσική του θεωρείται από τους πιο εμπνευσμένους συνθέτες του 20ου αιώνα έχοντας επηρεάσει τους μεταγενέστερους.

 

 

Προηγούμενο άρθροΟ Goran Bregović στην Αθήνα
Επόμενο άρθροFernand Léger: Από τη ζωγραφική στην κινηματογραφία