"Αέρας" στο θέατρο ΠόληΠρωταγωνιστούν:Ρένη Πιττακή, Ράνια Οικονομίδου
Σκηνοθεσία: Σύλβια Λιούλιου
Υπόθεση: Μετά το θάνατο της μητέρας τους δύο αδερφές, η Έντα και η Νόρα συναντιούνται ξανά μετά από καιρό. Μέρα κακοκαιρίας, με τον αέρα να λυσσομανά. Ξεχασμένα μίση και περιουσιακές διεκδικήσεις τίθενται στο επίκεντρο αλλά κυρίως μια συλλογή ζωγραφικών πινάκων μεγάλης χρηματικής αξίας δηλητηριάζουν όλο και περισσότερο τη μεταξύ τους ατμόσφαιρα. Διαφορετικές και όμοιες σκιαγραφούνται καθηλωμένες στους αλλεπάλληλους γύρους μιας παρτίδας αναμέτρησης. Οι δυο ισάξιες αντίπαλοι άλλα λένε και άλλα εννοούν, ελίσσονται και στρεψοδικούν αναδεικνύοντας τη βιογραφία μιας ασυνήθιστης οικογένειας. Το αλλόκοτο, το θρίλερ και το κωμικό παντρεύονται αρμονικά καθώς οι λέξεις που ξεστομίζονται λειτουργούν ως προσχήματα και γίνονται αέρας.

 

Κριτική


                                                                                                                            “Κάτι βρωμάει στο πατάρι, μαμά…”


Το Θέατρο Πόλη, μαζί με το αριστούργημα του Άλμπι «Ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ», φιλοξενεί τον «Αέρα», ένα σύγχρονο νεοελληνικό θεατρικό έργο του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη. Ο συγγραφέας ακόνιζε την πένα της δημιουργίας ακόμη από το Γυμνάσιο, στην οποία και εν τέλει αφιερώθηκε, ταγός των λέξεων και ευεργέτης τους, με ένα μικρό μονάχα παραστράτημα της νιότης του προς το θεατρικό σανίδι. Ωστόσο, «το γράψιμο», εξομολογείται, «και γενικότερα η αφήγηση, είναι ο μοναδικός τρόπος να διαφεντέψεις και να ορίσεις ολοκληρωτικά τις ζωές άλλων ανθρώπων, έστω και φανταστικών. Κι ακόμη, συντροφεύεις άγνωστους, χωρίς να ξέρεις πότε και πού συμβαίνει αυτό, συνομιλείς μαζί τους, τους ανοίγεις την ψυχή σου παραμένοντας αόρατος και χωρίς να τρως τη φθορά των πραγματικών αόρατων δεσμών». Στο καταφύγιο των λέξεων, εξάλλου, οι σχέσεις μεταξύ ανθρώπων και ιδεών είναι πιο ασφαλείς από την καθημερινή τύρβη της βιοπάλης.

Το έργο διαδραματίζεται μέσα σε ένα αστικό σαλόνι ορίζοντας, έτσι, κατευθείαν την κοινωνική τάξη των ηρώων. Μέσα σε αυτό το σαλόνι, με τα ακριβά, παλαιά και φθαρμένα έπιπλα κρύβεται η σήψη των συναισθημάτων και η φθορά του χρόνου. Πρωταγωνιστούν δυο αδερφές με ιψενικά ονόματα: Έντα (Έντα Γκάμπλερ) και Νόρα (Το κουκλόσπιτο). Από τα χαραγμένα από το χρόνο πρόσωπά τους έχουν σβηστεί η νιότη, η ομορφιά και μια ψυχή βαθιά. Η μια αδερφή στην επίσκεψη της στην άλλη, με παγερό και συγκρατημένο πρόσωπο, σαν να φορά ένα πορσελάνινο προσωπείο, ανακοινώνει τον θάνατο της μητέρας. Η πρόσληψη της είδησης του θανάτου της μητέρας, που σηματοδοτεί μια ψυχική ορφάνια των ηρωίδων, δεν δημιουργεί καμία αναστάτωση. Κυριαρχεί σε όλη την θεατρική ατμόσφαιρα, ο θάνατος του πένθους. Και τότε, σιγά-σιγά, αρχίζουν να ξετυλίγονται οι αφανέρωτες διεκδικήσεις και τα διαπλεκόμενα ατομικά συμφέροντα των αδερφών για την κληρονομιά κάποιων τελικά αξιόλογων ζωγραφικών πινάκων, που βρίσκονταν στην κατοχή του μικρού, νεκρού αδερφού. Και έτσι, ξεκινάει ένα παιχνίδι συναλλαγής και αλληλοσπαραγμού. Τα τείχη της ψυχρής, αστικής ευγένειας γκρεμίζονται και φανερώνονται οι σαθροί οικογενειακοί δεσμοί, τα εφήμερα πάθη και ευτελείς πόθοι.

Σε όλη τη διάρκεια του έργου αναφέρεται συνεχώς η δύναμη των λέξεων, η οποία είναι αποκαλυπτική. Οι ηρωίδες στο τέλος θα συμφωνήσουν ότι: «οι λέξεις πρέπει να αρθρώνονται», θυμίζοντας έτσι τους στίχους του Αναγνωστάκη: «Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις/ να μην τις παίρνει ο άνεμος». Ο συγγραφέας κάνοντας ένα αυτοσχόλιο για την ίδια τη δημιουργία και για την ύλη, με την οποία είναι πλασμένη, δημιουργεί τις κατάλληλες συνθήκες αυτοαναφορικότητας εμπλουτίζοντας το κλασικό θέμα του ενδοοικογενειακού κανιβαλισμού για την κληρονομιά με στοιχεία μεταμοντερνισμού.

Μέσα στο έργο επανέρχεται, συνεχώς, ο φόβος, ο άγιος φόβος, όπως θα τον ονομάσει η Έντα. «Ας ξεφοβηθούμε κάποτε επιτέλους», θα κραυγάσουν οι ηρωίδες. Αυτός ο φόβος συνδέεται με την ενοχή για την παράβαση του ιερού πανάρχαιου δεσμού, του αδερφικού, που πρώτη η σοφόκλεια Αντιγόνη θα υπερασπιστεί με τη ζωή της. Είναι, όμως ,και φόβος για την μοναξιά και την ψυχική ερημία, που συνεπάγεται η θλιβερά ιδιοτελής ζωή τους. Η Έντα, σε μια προσπάθεια αποποίησης του βάρους της ευθύνης, θα ομολογήσει: «Είμαστε έρμαια των παρορμήσεών μας». Τέλος, είναι ο φόβος της θείας τιμωρίας του νεκρού αδερφού. Ακούγοντας στο έργο συνεχώς να επαναλαμβάνεται αυτή η γενική, δεν είναι δυνατόν παρά να οδηγήσει τη σκέψη στο αντίστοιχο δημοτικό τραγούδι: «του νεκρού αδερφού». Μονάχα που εκεί, ο νεκρός αδερφός κατεβαίνει στην γη για να μην παραβεί τον όρκο του. Εδώ, η βούληση του νεκρού αδερφού παραβιάζεται στο βωμό του κέρδους και η αγάπη για τον μικρό αδερφό χειραγωγείται από τις εκάστοτε συνθήκες, που δημιουργεί η διαθήκη του.

Νόρα: Όλα όσα είπαμε απόψε δεν είναι τίποτα  

Έντα: Όχι, μόνο λέξεις.  

Νόρα: Αέρας

Έντα: Αέρας                                                                                                                                                                            

Νόρα: Δεν έχουν μυρωδιά, χρώμα, γεύση. Δεν πιάνονται, δεν τρώγονται, δεν βρωμάνε.

Σε όλη τη διάρκεια του έργου κυρίαρχος είναι ο αέρας. Στις πρωτόγονες μυθολογικές και θρησκευτικές αντιλήψεις οι άνεμοι έχουν υπερφυσικές δυνάμεις και θεωρούνταν δαίμονες. Ο διαρκής αέρας που φυσάει και τρομάζει τις ηρωίδες παίρνει μέσα από τα ανοιχτά παράθυρα τις λέξεις, τα αισθήματα, τις ενοχές, τους ανικανοποίητους πόθους, τους φόβους και τις κρυφές επιθυμίες τους. Παράλληλα, προσδίδει μια ελαφρότητα στην αποπνικτική ατμόσφαιρα του αστικού σαλονιού και είναι ο διαρκής παρατηρητής των αφανέρωτων μυστικών της οικογένειας. Συμβολίζει τις συγκρουσιακές καταστάσεις των ηρώων και την ψυχική τους ταραχή μπροστά στην αλήθεια των σχέσεων. Στο τέλος του έργου, και λίγο πριν τον αλληλοσπαραγμό, ακούγεται μια έναρθρη κραυγή: «Κάτι βρωμάει στο πατάρι, μαμά», θυμίζοντας την αμλετική ρήση του Σαίξπηρ: «κάτι είναι σάπιο στο βασίλειο της Δανίας». Αυτό που βρωμάει στο πατάρι του σαλονιού, στο υπόγειο των συναισθημάτων, στα απόκρυφα του υποσυνείδητου είναι η κατάλυση των οικογενειακών δεσμών, ο μηδενισμός των σχέσεων, τα εκφυλισμένα ήθη, τα σαπισμένα όνειρα και η απαξίωση του θείου. Όλα αυτά επικαλούνται τον κόρφο της νεκρής μητέρας, που γαλούχησε αυτή την οικογένεια.

"Αέρας" του Βαγγέλη ΧατζηγιαννίδηΗ ειδολογική κατάταξη του έργου είναι σύνθετη. Ο ίδιος ο  συγγραφέας το αναγνωρίζει ως κωμωδία, αφήνοντας, όμως, με αυτή του την επιλογή υποψίες για ένα πολύ πιο σύνθετο είδος. Τα κωμικά χαρακτηριστικά είναι βέβαια πολλά, για να υπερτονίσουν τις ηρωίδες-καρικατούρες, λόγω της υποκρισίας της αστικής τους τάξης. Ωστόσο, ο υπερβάλλων ενοχοποιημένος ψυχισμός τους υποβάλλει σε ένα κλίμα αστικού δράματος με πολλά ιψενικά χαρακτηριστικά: η γαλήνη, που προκαλεί η υποκρισία, από τη μια και από την άλλη η ψυχική αλληλοσφαγή, οι συγκρουόμενες συνειδησιακές δυνάμεις και τα διαπλεκόμενα συμφέροντα. Ο ίδιος ο συγγραφέας ομολογεί ότι έγραψε την παράσταση εμπνευσμένος από ένα νυχτερινό ενύπνιο. Άρα, η συγγραφή της είναι πολλαπλώς συμβολική, καθώς στα όνειρα αποκαλύπτονται οι φόβοι και οι επιθυμίες του υποσυνείδητου. Τολμηρώς, άρα, ακολουθώντας τα προτάγματα του Φρόυντ θα μπορούσαμε να διακρίνουμε στο έργο και στοιχεία ψυχικής αυτοβιογραφίας.

Οι δύο μαιτρ του ελληνικού θεάτρου, η Ρένη Πιττακή και η Ράνια Οικονομίδου, ως ιερά τέρατα έπαιξαν μεγαλειωδώς σε μια συνάντηση ιστορική για την πορεία του ελληνικού θεάτρου, καθώς συνδέθηκε η μαθητεία του Εθνικό Θεάτρου με την μαθητεία του Θεάτρου Τέχνης. Η Ράνια Οικονομίδου υποδύθηκε, με αριστοτεχνικό τρόπο, την υποκριτικά γλυκιά, μα εσχάτως χρησιμοθηρική αδερφή, ενώ η Ρένη Πιττακή ενσάρκωσε καταπληκτικά την πιο σκληρή και ψυχρά ορθολογιστική αδερφή.

Η σκηνοθέτρια Σύλβια Λιούλιου χειρίστηκε ευφυώς την παράσταση. Η ίδια σημειώνει ότι: «οι δυο γυναίκες αλληλοσφάζονται με το βαμβάκι». Αυτό το απέδωσε με τις λεπτεπίλεπτες κινήσεις των δυο αδερφών, που θύμιζαν με τις κομμώσεις και τα πηδηχτά τους βήματα μαθήτριες σχολείου. Με αυτόν τον τρόπο, δημιούργησε μια ελαφρότητα, θέλοντας, όπως σημείωσε «να συνομιλήσει με την θεατρικότητα και όχι με τον ρεαλισμό, ακουμπώντας στο παράλογο των σχέσεων». Μέσα σε αυτό το κλίμα της ελαφρότητας, έμεινε πιστή στην ειδολογική επιταγή της κωμωδίας. Ωστόσο, με αριστοτεχνικό τρόπο έθεσε σε ένα δεύτερο διαλογικό επίπεδο το συνεχές βουητό του αέρα, καθώς και νιαουρίσματα γάτας. Οι γάτες θεωρούνταν δαιμόνια στην υπηρεσία των μαγισσών. Εδώ, βέβαια, χρησιμοποιούνται ως σύμβολα της αρπακτικότητας, της επιβολής και της ψυχικής αγριότητας. Οι δυο ηρωίδες δρουν ως άλλες «λυσσασμένες γάτες», όπως θα έλεγε ο Ουίλιαμς. Ακούγονται επίσης, τα τριξίματα μιας πόρτας, σύμβολο των κρυμμένων μυστικών και των απαγορευμένων δωματίων, παραδοσιακό μοτίβο και των παραμυθιών. «Ζούμε μέσα σ’ ένα όνειρο που τρίζει, σαν το ξύλινο ποδάρι της γιαγιάς μας», όπως θα σιγοτραγούδαγε ο Σαββόπουλος. Ο ζωγραφικός, τέλος, πίνακας του Άγγελου Παπαδημητρίου θέτει ακόμη ένα σχόλιο για την θέση των μοντέρνων, σχεδόν αφηρημένων έργων τέχνης, αλλά και για την διαμόρφωση του ισχύοντος καλλιτεχνικού γούστου από την κυρίαρχη άποψη των εκτιμητών έργων τέχνης.

Το έργο του Χατζηγιαννίδη, με εξαιρετικό τρόπο, θέτει μια πληθώρα προβληματισμών για την ενοχή, την υποκρισία, το παράλογο των σχέσεων, την κατάλυση των ψυχικών δεσμών, την ομοφυλοφιλία και την κοινωνική της αποδοχή, για την αξία ενός έργου τέχνης, αλλά και για την ίδια την δημιουργία. Όλα αυτά, βέβαια, ενσαρκώνονται αριστουργηματικά από τις δυο μεγάλες κυρίες του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου.

 

Trailer παράστασης



 


Πληροφορίες παράστασης


Συντελεστές

  • Κείμενο: Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης
  • Σκηνοθεσία: Σύλβια Λιούλιου
  • Σκηνικά-Κοστούμια: Εύα Μανιδάκη
  • Επιμέλεια Κίνησης: Αγγελική Στελλάτου
  • Μουσική: Γιώργος Πούλιος
  • Φωτισμοί: Μελίνα Μάσχα

Παίζουν 

  • Ράνια Οικονομίδου, Ρένη Πιττακή

Ημέρες και ώρες παραστάσεων

  • Δευτέρα & Τρίτη στις 20.30
  • Τετάρτη στις 18.30

Τιμές εισιτηρίων

  • 20 € γενική είσοδος / 15 € φοιτητές 10 € άνεργοι, ΑΜΕΑ, νέοι κάτω των 23 ετών & συνταξιούχοι άνω των 65 ετών
  • Τετάρτη : 15 € γενική είσοδος 10 € φοιτητές, άνεργοι, ΑΜΕΑ, νέοι κάτω των 23ετών & συνταξιούχοι άνω των 65 ετών.

Πληροφορίες θεάτρου

  • Θέατρο Πόλη
  • Φωκαίας 4 & Αριστοτέλους 87, Πλ. Βικτωρίας (δίπλα στον ηλεκτ. σταθμό) 211
  • Τηλ.: 210-18 28 900 
Προηγούμενο άρθροΗ “Φλαντρώ” στο Εθνικό Θέατρο
Επόμενο άρθροΑστροναύτης: Γιάννης Δενδρίνος