Το Διπλό Βιβλίο του Δημήτρη Χατζή:  μια ελάσσων αφήγηση για το νόημα, την εξορία και το μοναχικό υποκείμενο.

Εγώ, λοιπόν, πρέπει να είμαι ο πιο γνήσιος

πολίτης της πολιτείας των ξένων —ο ιθαγενής.[i]

Ο Δημήτρης Χατζής, έχει χαρακτηριστεί ως ένας «κοινωνικός συγγραφέας με κατά βάση αντικοινωνικούς χαρακτήρες».[ii] Παρήγαγε το έργο του με πλήρη συνείδηση της τραγικότητας της γενιάς του και με ήρωες πάντα περιθωριακούς, σε «ελαφριά απόκλιση» με την κοινωνία. Το γεγονός ότι ο ίδιος έζησε για πολλά χρόνια ως πολιτικός εξόριστος σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης (1949-1975) υποδεικνύει την άμεση σχέση του με το βίωμα της εξορίας και της μοναξιάς, ενώ αυτή του η απομάκρυνσή από τον ελλαδικό χώρο τον ανάγκασε να στραφεί σε παρελθοντικές αφηγήσεις της νεότητας, αποφεύγοντας τις αναφορές στον τόπο εξορίας. Εντούτοις, στο Διπλό Βιβλίο ξεδιπλώνεται —όχι σε αυτοβιογραφικό , βέβαια, πλαίσιο, αφού η ιστορία διαδραματίζεται στην Δυτική Ευρώπη— το βίωμα του ανέστιου υποκειμένου σε ένα κατακερματισμένο σύμπαν. Προβάλλει, έτσι, το ενδιαφέρον να εστιάσει κανείς στο δράμα της ατομικής συνείδησης και όχι στις κοινωνιολογικές παρατηρήσεις του γράφοντος. Ακόμη, το εν λόγω μυθιστόρημα αποκαλύπτει την ανανεωτική γραφή του Χατζή, υπερβαίνοντας τον ρεαλισμό και την στράτευση του πρωτόλειού του, Η Φωτιά (1946), και επεκτείνοντας την προβληματική της κοινωνικής αποξένωσης που εντοπίζεται στο Το τέλος της μικρής μας πόλης (1953), έργο για το οποίο είναι ευρύτερα γνωστός.

Το έργο Το Διπλό Βιβλίο αποτελεί ένα ημιτελές ψηφιδωτό από ιστορίες με κεντρικό χαρακτήρα-αφηγητή τον μετανάστη στη Γερμανία, Κώστα. Σε διαδοχικά κεφάλαια αποτυπώνονται η ζωή στην υπερορία σε ένα αυτοματοποιημένο και απρόσωπο εργασιακό περιβάλλον· η μίζερη ελληνική επαρχία· η ιστορία του «μικρού ράφτη», του αντάρτη-πατέρα του πρωταγωνιστή, και του ατελέσφορου αγώνα της γενιάς του· η τελική ήττα και η μοναξιά του Έλληνα παλιννοστούντος, Σκουρογιάννη, και της αδερφής του Κώστα,  Αναστασίας. Εκτός από μια ελεγεία στον φθίνοντα κόσμο και τον καημό του «ρωμαίικου», αξίζει να προσεγγίσουμε το έργο και ως μια ελληνική εκδοχή του μεταμοντέρνου λόγου για τον κοινωνικό και ατομικό κατακερματισμό.

Δημήτρης Χατζής - Τα έργα
Δημήτρης Χατζής – Τα έργα

Οι περισσευούμενοι ήρωες: αποπροσωποποίηση και μοναξιά

Τη δήλωση του Δ. Χατζή πως «πίσω από κάθε βιβλίο μου είναι μια απέραντη μοναξιά και πολλές φορές μια συντριπτική ήττα του ανθρώπου» επιβεβαιώνει ο ήρωας Κώστας, ο οποίος βιοπορίζεται στη Γερμανία ως εργάτης εργοστασίου. Αποτελεί ένα ακόμη γρανάζι στον άτεγκτο τροχό της βιομηχανικής παραγωγής και αναζητά τη θέση του μέσα στο απρόσωπο και μηχανιστικό αυτό σύστημα. Αδυνατεί να χτίσει γέφυρες επικοινωνίας με τους γύρω του, μένοντας εγκλωβισμένος πίσω από μία «τζαμαρία», η οποία δρα ως διαχωριστική γραμμή μεταξύ πραγματικότητας και ατομικότητας. Η πικρή παραδοχή πως «δεν λέμε τίποτα —τι να πούμε; Ούτε ξερόμαστε. Να κανονίσουμε μεταξύ μας δεν έχουμε τίποτα, όλα τα κανονίζουν οι νόρμες»(σ. 27) είναι χαρακτηριστική.

Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο ανωνυμίας, τα άτομα βυθίζονται στην ανυπαρξία —«το όνομα μας δεν υπάρχει πουθενά» (σ.19) — και σχεδόν στερούνται την ανθρώπινη υπόστασή τους. Ο Κώστας βρίσκεται στην κατώτατη βαθμίδα της εργασιακής ιεραρχίας, όπου η απρόσωπη, αυτοματοποιημένη φιγούρα του προϊστάμενού του Μύλλερ μαζί με τον «εγκέφαλο» εποπτεύει και ασκεί ελεγκτική εξουσία. Η απομόνωση, όμως, και ο εγκλεισμός εντοπίζονται τόσο στη δημόσια σφαίρα όσο και στην ιδιωτική —στο σκοτεινό, ασφυκτικό δωμάτιο, στη στάση της ελεγκτικής σπιτονοικοκυράς.

Μπορούμε, συνεπώς, να μιλήσουμε για την κρίση ταυτότητας του αφηγητή, η οποία φαίνεται να μοιράζεται κοινά στοιχεία με αυτήν του σύγχρονου ανθρώπου. Σύμφωνα με τον αφηγητή, «[ο σύγχρονος κόσμος]όλα μας τα ‘χει φκιασμένα, κανονισμένα δε λείπει τίποτα —τον εαυτό σου μονάχα δεν ξέρεις τι να τον κάνεις». Με εφαλτήριο τη στέρηση, τη σιωπή και την απελπισία της οικογένειας στην επαρχία αποπειράθηκε να αποδράσει, μόνο και μόνο για να γνωρίσει τη μοναξιά της υπερορίας και της μεγαλούπολης, όπου διαβιεί «αδέσποτος», σε  κατάσταση από-συναισθηματικοποίησης και αδυναμίας συσχετισμού με τον άλλον. Έτσι, το κενό του βίου του συμπληρώνει η φαντασμαγορία της πόλης στην οποία περιπλανάται ως άλλος flaneur. Oι μηχανές, οι βιτρίνες, οι ρεκλάμες, φωτεινές επιγραφές τον γοητεύουν και του δίνουν πρόσβαση σε μία ταυτότητα ,αυτή του καταναλωτή, η οποία νοηματοδοτεί την ρουτίνα του.

Με τη μοναξιά ως modus vivendi, ο αυτοπροσδιορισμός σε επίπεδο εργασιακό, πολιτικό ή διαπροσωπικό καθίσταται αδύνατος · ακόμη κι ο έρωτάς του ναυάγησε. Παρ’ ότι ο έρωτας αρχικά ήταν έντονος και έγιναν καίριες κινήσεις υπέρβασης της ατομικότητας και γεφύρωσης του εγώ με τον άλλον εν τέλει δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μια «γνωριμία του ακατόρθωτου» (σ. 119) που αφήνει μια γεύση πικρή. Για τον ήρωα, το ερωτικό βίωμα αποτελεί μια παραπλανητική φαντασία που εντείνει την αίσθηση της ανυπαρξίας του.  Παράλληλα, το γεγονός πως η ερωτική σχέση στον ελληνικό χώρο είναι αντίστοιχης ποιότητας, μας υπενθυμίζει το άφευκτο της μοναξιάς. Η Αναστασία επιλέγει το γάμο ως αντίδοτο στην απομόνωση, μα η συμβατικότητα και η αποστασιοποιημένη φύση του δεσμού αποκλείει το γεφύρωμα του εγώ και του άλλου.

Ως τώρα διαπιστώθηκε πως ο εαυτός του αφηγητή περιχαρακώνεται σε ατομικές διεργασίες και αρνείται την κλήτευση του άλλου, συχνά παραγνωρίζοντας την ίδια του την υπόσταση. Σε ορισμένα σημεία, μάλιστα, βυθίζεται σε μία παραισθητική μέθη απώλειας του εαυτού και του κόσμου «ονειρεύομαι τον εαυτό μου μέσα στον κόσμο που δεν βλέπω» (σ.153). Τόσο ο κεντρικός χαρακτήρας όσο και οι υπόλοιποι ενσαρκώνουν υποκείμενα συμβιβασμένα με τη βασανιστική και αδιέξοδη ζωή τους, τα οποία, αφού κοπιάσουν και αποτύχουν, φτάνουν στην έσχατη ομολογία «δεν έχει τίποτα παραπέρα […] είναι το τέλος του ταξιδιού» (σ.164).

Η ουτοπία της εντοπιότητας ή η εξορία του απάτριδος

Στο Διπλό Βιβλίο η συγγραφική ευαισθησία του Χατζή θεματοποιεί το «καθολικό βίωμα της ανέστιας περιπλάνησης»[iii] και το ατέρμονο δράμα του εξόριστου υποκειμένου. Ας λάβουμε υπόψη πως, όταν γράφεται το έργο (1976), συλλειτουργεί για τον συγγραφέα το τραύμα του εμφυλίου, της προσφυγιάς και του επαναπατρισμού στο ολότελα ξένο περιβάλλον της Ελλάδας της μεταπολίτευσης.

Για την κοινότητα των Ελλήνων μεταναστών στη Γερμανία η εξορία αποτελεί την τη συνθήκη βίωσης του τραύματος και λειτουργίας της μνήμης. Η συναισθηματική επένδυση στον γενέθλιο τόπο ορίζει πως η ταυτότητα τους είναι σε μεγάλο βαθμό εδαφικοποιημένη, εξαρτάται δηλαδή από μια ορισμένη σημασιοδότηση, συμβολοποίηση και μνημόνευση του χώρου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, διαμορφώνουν την φανταστική τους γεωγραφία, η οποία συμπεριλαμβάνει τα σύνορα του τόπου, τον οποίο αισθάνονται οικείο από τον ξένο. Για τον Σκουρογιάννη «το Ντομπρίνοβο είταν το στήριγμα της καρδιάς του στα χρόνια της ξενητιάς, είταν το τέρμα του μακρινού ταξιδιού του κ’ η ανταμοιβή του μαζί» (σ.126). Μολαταύτα, όταν επιστρέφει στην πατρίδα του, αποκαλύπτεται η πλάνη της εξιδανίκευσης και η συνακόλουθη αποξένωση, καθώς ομολογεί πως ο τόπος του «άλλος κόσμος είναι» (σ.131) ή μάλλον πως «τόπος είταν και κει κι αλλού και παντού» (σ.145). Η πλήρης άρθρωση της ταυτότητας των καθολικώς ανέστιων υποκειμένων αποβαίνει αδύνατη και η ουτοπία αποδεικνύεται μία πλάνη.

Αντίστοιχα, ο πρωταγωνιστής Κώστας, μολονότι διακρίνει τις διαφορές ανάμεσα στην τυποποιημένη ζωή στην Γερμανία και στους πιο ανθρώπινους ρυθμούς της Ελλάδας, δεν νοσταλγεί τη γενέθλια γη ούτε καλλιεργεί μια ιδεαλιστική εκδοχή της, «τίποτα ρομέικο δεν έμεινε μέσα μου. Είμαι ένας άνθρωπος δίχως πατρίδα»(σ. 85). Όπως και ο Σκουρογιάννης, αποκτά συνείδηση του ανέφικτου της επιστροφής και αποδέχεται πως  «ένας εξόριστος θα ‘μαι μες στον δικό μου τον τόπο, ένας πρόσφυγας, όπως είναι όλοι τους»(σ. 194). Παρότι οραματίζεται μακρινά ταξίδια στον μεγάλο κόσμο προς αναζήτηση της ιθαγένειάς, εν τέλει διαψεύδει τον μύθο μιας ενιαίας ολότητας, «είναι ψέματα και ο μικρός και ο μεγάλος κόσμος» και αναδέχεται τον κατακερματισμό, την μοναξιά, την εξορία ως συνθήκη ύπαρξης με την αφοπλιστική παραδοχή «είμαι ο ξενότερος απ’ όλους τους ξένους της πολιτείας των ξένων» (σ. 70).

Συμπερασματικά, οι ήρωες του Χατζή ανάγονται σε «νομαδικά υποκείμενα», περνούν από χώρες, κοινόβια, σπίτια και δωμάτια ενσαρκώνοντας την διαρκή εκτόπιση. Η οικουμενικότητα της εξορίας τους διαπιστώνεται με την αδυναμία παλιννόστησης: είτε με το ανέφικτο της εντοπιότητας κατόπιν της επιστροφής τους στον τόπο καταγωγής, είτε με την a priori άρνηση του ανήκειν σε μία συλλογικότητα.

Συγγραφική  στο μεταίχμιο της πρωτοπορίας και της παράδοσης

Στο Διπλό Βιβλίο η στράτευση του Χατζή έχει ατονήσει και έτσι αναδεικνύεται η καλλιτεχνική – αισθητική ποιότητα του. Με την έμφαση στην αφηγηματική του διάστασή,[iv] το έργο αποτελεί ένα εξέχον παράδειγμα μεταμοντέρνας αφήγησης στο ελληνικό μυθιστορηματικό πανόραμα.

Ο αφηγητής-χαρακτήρας φέρει αντιφατικά χαρακτηριστικά· απλοϊκό, άμεσο ύφος και λαϊκή γλώσσα που αρμόζουν στην κοινωνική του τάξη, συνάμα, όμως, είναι προικισμένος με την διεισδυτική και κριτική σκέψη ενός ευαίσθητου παρατηρητή της εποχής του. Ο χαμηλόφωνος θρήνος για τον κόσμο που φεύγει και ο ελεγειακός τόνος της αφήγησης ξεδιπλώνονται σε λόγο μικροπερίοδο, με κυριαρχία των ρηματικών τύπων και συχνές επαναλήψεις. Ακόμη, σε ορισμένα σημεία χρησιμοποιείται η ελαφριά ειρωνεία και πικρόχολο χιούμορ για να σχολιαστεί σαρκαστικά η μοναξιά του αφηγητή και η κοινωνική αποξένωση, ενώ ο αψιμυθίωτος λόγος λειτουργεί ως άρτιος φορέας συναισθημάτων. Η συχνή και εύστοχη εναλλαγή του ελεύθερου πλάγιου λόγου με τον άμεσο λόγο σε συνδυασμό με τον εσωτερικό μονόλογο μας δίνει μια ποικιλία αφηγηματικών τεχνικών που αποδίδουν με ενάργεια τις σκέψεις και τα συναισθήματα των προσώπων. Εύλογα προκύπτει πως τα ανωτέρω γνωρίσματα της γραφής του δεν διαρρηγνύουν την παραδοσιακή ποιητική.

Το μοντερνιστικό αφηγηματικό τέχνασμα που εφαρμόζεται είναι η συνομιλία του ομοδιηγητικού αφηγητή με τον συγγραφέα, ο οποίος έχει πραγματική υπόσταση και κυκλοφορεί μεταξύ των μυθιστορηματικών ηρώων, για να σχολιάσει με φροντισμένο λόγο ή να υποταχθεί στις αφηγηματικές υποδείξεις του αφηγητή-Κώστα. Μολαταύτα, η διαφορά μεταξύ τους είναι ριζική. Ο μεν Κώστας είναι ένας λαϊκός άνθρωπος του προφορικού λόγου, ο δε συγγραφέας είναι ένας λόγιος εκπρόσωπος του έντυπου. Ο μεν αποτελεί παράδειγμα του νεωτερικού ανθρώπου, ο οποίος, οραματιζόμενος έναν μια συνεκτική κοινότητα θα βιώσει τη διάψευση των ονείρων· ο δε συντάσσεται με την μετανεωτερική συνθήκη, του συστήνει να «αποκρούσει τις αισιόδοξες λύσεις», και να συμβιβαστεί με τον κατακερματισμό της κοινωνίας και τη μοναξιά. Άλλωστε, το τέλος του συγγραφέα —ήττα και δημιουργική αφασία— συντάσσεται με αυτό των ηρώων.

Ακόμη, αξίζει να αναφερθεί ο ρόλος της διάσπασης του αφηγηματικού υλικού σε επιμέρους κεφάλαια, τα οποία καταπιάνονται με τις ιδιωτικές ιστορίες προσώπων και την αποτύπωση της εσωτερικής τους ερημίας και απόγνωσης. Πρόκειται για μικροαφηγήσεις με σχετική νοηματική αυτοτέλεια, οι οποίες ακόμη κι αν συντεθούν δεν μας δίνουν μια συνολική εικόνα της πραγματικότητας, παρά ένα θραυσματικό είδωλό της. Αυτό ισχύει τόσο στο επίπεδο της ιστορίας όσο και της αφήγησης: όπως οι ήρωες, έτσι και ο συγγραφέας «δεν ξέρει να δώσει μια λύση» στην ιστορία, αντιλαμβάνεται τους «σπασμένους αρμούς του βιβλίου […] και την ουσιαστική του ανεπάρκεια» (σ. 185), το ατελές του πόνημα, «το βιβλίο […] δεν υπάρχει ξεφτίδια μείναν μονάχα» (σ. 180) και αισθάνεται «διχασμένος, κομματιασμένος, μοιρασμένος» (σ. 142). Μάλιστα, στους επισυναπτόμενους «Επιλόγους» ο συγγραφέας σχολιάζει και την αδυναμία του να ολοκληρώσει τα μυθιστορηματικά πρόσωπα, «δεν μπορώ να προχωρήσω, να τα δέσω πρόσωπα και καταστάσεις σε μιαν ενότητα. Τα πρόσωπα σπάζουν, το σκηνικό που ‘ναι πίσω δε φαίνεται καθαρό ­ οι δυνάμεις, οι διαρθρώσεις, οι ροπές, οι αντιστάσεις. Το σκηνικό… Δεν είναι ακριβώς ερείπια ­ είναι κομμάτια, ψηφιά σκορπισμένα. Και δεν ενώνονται το ‘να με τ’ άλλο» (σ.186).

Αναμφίβολα, τόσο οι ατελώς κατασκευασμένοι χαρακτήρες όσο και ο κατακερματισμός του αφηγηματικού υλικού συστήνουν πως ο συγγραφέας είναι ανίκανος να δώσει στους χαρακτήρες τη «δικαίωση που περιμένουν από [αυτόν]». Έτσι, το έργο καταλήγει να εκφράζει την αδυναμία της αποπεράτωσης· διαψεύδει τη μυθιστορηματική πρόθεση ολοκλήρωσης και μας τοποθετεί απέναντι στο ανέφικτο μια ολιστικής σύλληψη του γίγνεσθαι και του ανθρώπινου υποκειμένου.

Προς μια ελάσσονα αφήγηση του μη νοήματος

Μολονότι το θέμα του μυθιστορήματος Το Διπλό Βιβλίο και οι μαρξιστικές καταβολές του συγγραφέα ενδείκνυνται για μια μεγάλη, ενιαία αφήγηση των πολιτικό-κοινωνικών συνθηκών της μεταπολεμικότητας, θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως ο μοναδικός αρμός του μυθιστορήματος είναι η αδυναμία πραγμάτωσης των ονείρων των ηρώων και κατ’επέκταση η —αναπόφευκτη— αδυναμία των ετεροκαθοριζόμενων ατόμων να αυτοπροσδιοριστούν. Αυτή η διάσταση μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας εντοπίζεται σε διάφορα σημεία· το όνειρο του Κώστα για μια καλύτερη ζωή στη Γερμανία· το όνειρο του Σκουρογιάννη για την πραγμάτωση της ευτυχίας κατά την επιστροφή του στο γενέθλιο τόπο, το Ντομπρίνοβο· το όνειρο της Αναστασίας για την προσωπική ολοκλήρωση μέσω του ερωτικού δεσμού· το όραμα του μικρού ράφτη (πατέρα του Κώστα) και για ένα ποιοτικά βελτιωμένο μέλλον μέσω του αγώνα. Όλα αυτά τα οράματα και οι προσπάθειες αυτοκαθορισμού είναι καταδικασμένα στην αποτυχία, καθώς το σύμπαν που πρεσβεύει ο Χατζής είναι από-κεντρωμένο, αντιφατικό.

Οι πολλαπλές αντιθέσεις δεν είναι δυνατόν να συμβιβαστούν και έτσι τα υποκείμενα καταλήγουν διχασμένα, αμφιταλαντευόμενα. Οι μετανάστες δεν βρίσκουν το καλύτερο μέλλον που αναζητούσαν στη χώρα υποδοχής, αλλά, ακόμη κι όταν επιστρέφουν στην πατρίδα τους, το αίσθημα του μετέωρου παραμένει –λ.χ. ο Σκουρογιάννης, επιστρέφοντας στο Ντομπρίνοβο «νιώθει πως κάπως είναι και κάπως δεν είναι με τους άλλους» (σ.130). Επίσης, ο πατέρας του Κώστα, ενώ τάχθηκε στον αγώνα εμπνεόμενος από μεγάλα οράματα, νιώθοντας τη «μικρή του ζωή […] να ενώνεται με τη μεγαλοσύνη της κοινής ανθρώπινης υπόθεσης» (σ. 92), μετά την ήττα κατέληξε ένας άνθρωπος ταπεινωμένος. Όλοι οι χαρακτήρες καταλήγουν απογοητευμένοι από την ουτοπία του συνανήκειν και εκφράζουν μια απέχθεια για την κοινωνία.

Δημήτρης Χατζής
Δημήτρης Χατζής

Κατ’ ουσίαν, παρακολουθούμε τον θρίαμβο της απουσίας του νοήματος, της απομυθοποίησης των συλλογικών οραμάτων. Οι ήρωες μοιάζουν να αναζητούν ένα οδόσημο στον βίο τους, τον «μεγάλο μύθο» (σ.92), ένα ακέραιο όνειρο, ωστόσο, δεν βρίσκουν καμία χειροπιαστή, καθοδηγητική βεβαιότητα· «νόημα πάλι δεν έβγαζα» ομολογεί ο Κώστας αναφερόμενος τόσο στην απουσία οικογενειακής επικοινωνίας όσο και στη παράλογη εργασιακή και κοινωνική καθημερινότητα στην υπερορία. Πρόκειται για την αποτυχία της ταυτότητας στην ουσιακή της εκδοχή· οι ήρωες απογοητευμένοι από τον παλαιό κόσμο επεδίωξαν να υπάρξουν μέσα σε μια νέα κοινότητα, μόνο για να πληγωθούν εξίσου και να συνειδητοποιήσουν την απουσία κάθε νοήματος και συνοχής: η παραδοσιακή μορφή της κοινωνίας δεν υφίσταται, κατά τον Χατζή. Άλλωστε, η αισιόδοξη κατακλείδα του μυθιστορήματος —το μεγαλόπνοο εκφώνημα του συγγραφέα για μια καινούργια κοινωνία ισότητας— ηχεί παράφωνα και αποτελεί μια αποτυχημένη και ελάχιστα πειστική απόπειρα να πιστέψει τόσο ο συγγραφέας όσο και οι αναγνώστες στο νεωτερικό ιδεώδες της κοινωνικής προόδου.

Έχει εύστοχα υποστηριχθεί πως το τρίπτυχο το Κιβώτιο (Α. Αλεξάνδρου), ο Λοιμός (Α. Φραγκιάς) και Το Διπλό Βιβλίο, μέσω της αυτοαναφορικότητας και της έμφασης στο αφηγηματικό στοιχείο, θέτουν σε πρώτο πλάνο τα ζητήματα της αμφισβήτησης του νοήματος, της πλοκής και των προσώπων.[v]  Έτσι, συνθέτουν έναν ιδιότυπο, ελληνικό αστερισμό στην μεταμοντέρνα πεζογραφία. Συγκεκριμένα, ο Χατζής συνιστά έναν κατ’ εξοχήν σύγχρονο πεζογράφο, του οποίου η συγγραφική σκιαγραφεί σε ελάσσονα, «καβαφικό» τόνο την καθολική ήττα και διάσπαση σε επίπεδο κοινωνικό, και ατομικό. Ο ατομοκεντρικά προσανατολισμένος προβληματισμός του παραπέμπει εν γένει στη χιμαιρική αναζήτηση  της ταυτότητάς, της θέσης και του προορισμού του υποκειμένου σε έναν άκεντρο κόσμο.

[i] Δημήτρης Χατζής, Το Διπλό Βιβλίο, Καστανιώτη, Αθήνα 21977, σ. 70. Όλα τα παραθέματα που ακολουθούν αντλούνται από την παραπάνω έκδοση.

[ii] Δημήτρης Τζιόβας, «Δημήτρης Χατζής» στο http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=127187 (πρόσβαση: 23/05/2015).

[iii] Αυτ.

[iv] Δημήτρης Τζιόβας, Το παλίμψηστο της ελληνικής αφήγησης, Από την αφηγηματολογία στη διαλογικότητα, Οδυσσέας, Αθήνα 22002, σ. 267.

[v] Αυτ., σ. 271.

 

Προηγούμενο άρθροΟ Ευαγγελισμός της Κασσάνδρας του Δ. Δημητριάδη στο ΚΕΤ
Επόμενο άρθροΆννα Γρίβα, Παρουσίαση βιβλίου: Έτσι είναι τα πουλιά
Βασιλική Καϊσίδου
Η Βασιλική Καϊσίδου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1992. Είναι απόφοιτος του τμήματος Φιλολογίας (ΜΝΕΦ) του Πανεπιστημίου Αθηνών, και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος στις Νεοελληνικές Σπουδές από το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Ζει στο Birmingham, όπου εκπονεί ως υπότροφος του ιδρύματος Ωνάση τη διδακτορική της διατριβή με θέμα την επαναδιαπραγμάτευση της μνήμης του ελληνικού Εμφυλίου στη νεοελληνική πεζογραφία (1975-2015). Παράλληλα, αρθρογραφεί συστηματικά σε διάφορους διαδικτυακούς ιστότοπους. // How many cities have revealed themselves to me in the marches I undertook in the pursuit of books. ― W. Benjamin. Email επικοινωνίας: kaisidou.vas@gmail.com