Νίκος Παναγιωτόπουλος: Ένας σκηνοθέτης παντός εποχής.
Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Νίκος Παναγιωτόπουλος των ταινιών «Αυτή η Νύχτα Μένει», «Delivery», «Πεθαίνοντας στην Αθήνα» κ.α.. μας άνοιξε το σπίτι του και μας υποδέχτηκε με πολύ ζεστασιά και ειλικρινά ,έτοιμος να μας μιλήσει για όλα , για τη ζωή και το έργο του, τις απόψεις του στην τέχνη και φυσικά τις νέες του ταινίες, «Τα Οπορωφόρα της Αθήνας» και τα « Δεσμά αίματος». Χειμαρρώδης, καυστικός, με εξαιρετική αίσθηση του χιούμορ σε μια απολαυστική συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης.

Κύριε Παναγιωτόπουλε, πώς αποφασίσατε αλλά και πώς γίνατε σκηνοθέτης;

Από πάντα ήθελα να γίνω σκηνοθέτης, από πολύ μικρός για την ακρίβεια. Πριν τελειώσω καν το γυμνάσιο, για να καταλάβεις, είχα γραφτεί σε μια σχολή κινηματογράφου που δίδασκε ένας φίλος. Τα μαθήματα ήταν βραδινά και τα παρακολουθούσα μαζί με τις τελευταίες τάξεις του Γυμνασίου, στη συνέχεια τελείωσα το Γυμνάσιο και έφυγα να σπουδάσω στο Παρίσι, έκανα μια ταινία μικρού μήκους εδώ, άλλες δύο στο Παρίσι και έμεινα δώδεκα χρόνια εκεί, ξεκίνησα να κάνω τις ταινίες μου και αυτό κάνω μέχρι σήμερα. Δεν σκέφτηκα ποτέ πως θα μπορούσα να ήμουν κάτι άλλο…

Από πού κατάγεστε;

Ο πατέρας μου είναι από την Κωνσταντινούπολη και η μητέρα μου από την Πελοπόννησο, εγώ έχω γεννηθεί στη Μυτιλήνη και όταν ήμουν εφτά ετών ήρθαμε οικογενειακώς στην Αθήνα και συγκεκριμένα στο Χαλάνδρι, όταν ακόμη αυτό ήταν χωράφια.

Πώς ήταν τα παιδικά σας χρόνια στο Χαλάνδρι εκείνης της εποχής;

Πολύ όμορφα. Το σχολείο που πήγαινα ήταν στην πλατεία Δούρου πάνω από κάτι ψησταριές, για να παίξουμε στο διάλειμμα βγαίναμε στην πλατεία δίπλα στους καφενέδες και τις ταβέρνες, αργότερα όταν έγινε το νέο σχολείο ένιωσα πολύ δυστυχής που είχαμε χώρους για τις αθλοπαιδιές, σύγχρονες αίθουσες κτλ. Προτιμούσα την πλατεία που στα διαλείμματα πηγαίναμε στο περίπτερο και αγοράζαμε τσίχλες. Τις τελευταίες ώρες για να καταλάβεις μέσα στις αίθουσες ακούγονταν τα λαϊκά που έπαιζαν οι ταβέρνες, είχα μία αίσθηση ελευθερίας. Ξέρεις, ποτέ δεν μου άρεσε να φέρω τίτλο όπως τότε του μαθητή που μου έδιναν αποβολές γιατί δεν κουβαλούσα ποτέ τσάντα μαζί μου, αργότερα του στρατιώτη όπου είχα πάρει ένα σωρό φυλακές, γιατί δεν μου άρεσε ποτέ να φοράω μπερέ και όπως τώρα που δεν μου αρέσει να φέρω τον τίτλο του σκηνοθέτη. Θέλω να είμαι εγώ, αυτό που είμαι χωρίς τίτλους.

Ήσασταν δηλαδή πάντοτε ελεύθερο πνεύμα και φαντάζομαι εξίσου ρομαντικό με αυτό που βγάζετε στις ταινίες σας. Εδώ λοιπόν μου δίνεται η ευκαιρία να σας ρωτήσω αν η νέα σας ταινία διακατέχεται και χαρακτηρίζεται από τη συνήθη και γνωστή ρομαντική – φιλελεύθερη αισθητική σας;

Τί να σου πω, δεν είναι κάτι που κάνω επίτηδες, φυσικά ότι κάνω είμαι εγώ. Δεν μπορεί παρά να αντανακλάται ένα κομμάτι της ιστορίας, της ζωής, της προσωπικότητας και των απόψεων μου στις ταινίες μου. Κάθε φορά που κάνω μια ταινία νομίζω ότι κάνω μια κανονική και συνηθισμένη ταινία, μόνη μου επιδίωξη είναι να κάνω κάτι καλύτερο αμφισβητώντας ότι έχω φτιάξει μέχρι τώρα.

Λίγα λόγια για τη νέα σας ταινία ;

Η νέα μου ταινία λέγεται «Δεσμά Αίματος» και είναι βασισμένη σε ένα βιβλίο της Μαρίας Πάουελ βραβευμένο από το περιοδικό «Διαβάζω». Την ταινία θα την χαρακτήριζα ως ένα ερωτικό – ψυχολογικό θρίλερ αποδομένο και μεταφερμένο με τη δική μου οπτική στον κινηματογράφο. Η ιστορία θα μπορούσε να γίνει μια χολιγουντιανή ταινία ή μια εσωτερική και κλειστή ταινία μόνο με τον πυρήνα της ιστορίας και αυτό έκανα!

nikos-panagiotopoulos
Ποιό είναι το θέμα της ταινίας;

Το θέμα της ταινίας είναι η σχέση πάθους και αναζήτησης μιας νέας γυναίκας, όπου έχει συνάψει σεξουαλικές σχέσεις με ένα νέο από τη Βόρεια Ελλάδα που γνώρισε στο αεροπλάνο καθώς αυτή είναι αεροσυνοδός. Κάθε φορά που αυτός κατεβαίνει στην Αθήνα της τηλεφωνεί και συναντιούνται για να κάνουν έρωτα σε ένα ξενοδοχείο. Αργότερα πεθαίνοντας ο πατέρας της, ανακαλύπτει πως ο κοντινότερος άνθρωπος που έχει είναι εκείνος …

Και ποιοι πρωταγωνιστούν ;

Στην ταινία πρωταγωνιστούν η Μαρκέλα Γιαννάτου, ο Γιάννης Στάνκογλου, ι Νικήτας Τσακίρογλου, ο Δημήτρης Πιατάς και άλλοι πολύ καλοί ηθοποιοί που συνθέτουν ένα αξιόλογο cast .

Κάπου εδώ θα ήθελα να μου σχολιάσετε κάποιες κριτικές των τελευταίων σας ταινιών όπως για παράδειγμα το «Αθήνα – Κωνσταντινούπολη». Μια ταινία που πήρε εξαιρετικά διφορούμενες κριτικές καθώς από άλλους «θάφτηκε» και από άλλους εκθειάστηκε.

Οι ταινίες μου λίγο πολύ πάντοτε διχάζουν την κριτική, τα πράγματα άλλωστε που αρέσουν σε όλο τον κόσμο είναι λίγο ύποπτα… οι πάντες και τα πάντα είναι λίγο αμφιλεγόμενο, οπότε το αντιμετωπίζω ως κάτι απόλυτα φυσιολογικό και λογικό. Δεν θα μπορούσε άλλωστε να μην είναι έτσι…

Ποιά είναι η άποψη σας για τους κριτικούς του κινηματογράφου;

Ένας κριτικός κινηματογράφου που βάζει περισσότερα αστέρια στον Almodovar απ’ ότι στον Sokurov, είναι υπαίτιος για την οικονομική κρίση και γιατί το λέω αυτό, διότι θα έπρεπε να είναι εκεί κάποιος που ξέρει ενώ βρίσκεται εκεί κάποιος που δεν ξέρει. Αν αυτό το αναγάγεις σε όλους τους τομείς καλλιτεχνικούς και μη μπορείς να καταλάβεις πως αναπτύσσεται ή από πού προέρχεται μια κρίση οικονομική, ηθική ή αξιών. Οι άνθρωποι που υποτίθεται πως είναι οι επαΐοντες θα έπρεπε τουλάχιστον να μπορούν να ξεχωρίσουν το καλό από το κακό.

Θα μας πείτε λοιπόν και ποια είναι η σχέση σας με την κριτική;

Αδιαφορώ, τώρα πια δεν ενδιαφέρομαι. Όταν ήμουν νέος νοιαζόμουν, αλλά είμαστε σε μια δουλειά που είμαστε αναγκασμένοι να αποζητούμε το θαυμασμό αυτών που περιφρονούμε, είναι λίγο σχιζοφρενική η κατάσταση. Δεν είμαι γενικά κατά της κριτικής ,αλλά πιστεύω πως θα έπρεπε να γράφουν κριτικές για ταινίες που τους άρεσαν και όχι για αυτές που δεν τους άρεσαν .Άλλωστε η κριτική και γενικότερα τα κείμενα που γράφονται για μια ταινία θα έπρεπε να αποτελούν προέκταση μίας απόλαυσης που φτάνει σε μια άλλη τέχνη ,αυτή του λόγου. Μπαίνω καμιά φορά στο διαδίκτυο και βλέπω κριτικές με λατινικούς μάλιστα χαρακτήρες από κάποιους ,για το πόσο δεν τους άρεσε μια ταινία, αυτό είναι λίγο παράξενο… Εντάξει υπάρχουν κάνα δυο χιλιάδες μανιοκαταθλιπτικοί που γράφουν στο internet, γράφουν γράμματα στις εφημερίδες, τηλεφωνούν σε ραδιόφωνα και τηλεοράσεις αλλά αυτό παίρνει διαστάσεις επιδημίας. Εν τέλει επειδή οι γνώμες διανέμονται δωρεάν δεν σημαίνει ότι πρέπει και να τις παραλαμβάνουμε…

Ποιο είναι το είδος τέχνης που σας αρέσει, η εννοιολογική ή η αισθητική και ποιο σας ταιριάζει ως καλλιτέχνη;

Δεν μου αρέσει η εννοιολογική τέχνη, δεν πιστεύω πως πρέπει να είναι δομημένη έτσι ώστε να πρέπει να τελειώσει για να βγάλει ένα ολοκληρωμένο συμπέρασμα η ταινία. Κατά την άποψη μου κάθε πλάνο πρέπει να στέκεται από μόνο του, κάθε πλάνο πρέπει να είναι η ταινία. Ο Godard έλεγε πως το σινεμά είναι μια τέχνη που κινηματογραφεί το θάνατο στη δουλειά του, γιατί κινηματογραφεί το χρόνο. Τη στιγμή που κάνω τη λήψη σε βλέπω να φθείρεσαι, να πλησιάζεις προς το θάνατο. Ο Bella Tarr και ο Socurov για παράδειγμα το κάνουν καλύτερα από τον καθένα αυτό, ο χρόνος δεν είναι ψυχολογικός όπως το Hollywood αλλά ψυχικός. Ο ψυχικός χρόνος μπορεί να διανύσει εκατομμύρια έτη φωτός ανά πάσα στιγμή, ακόμη και τα τοπία έτσι όπως είναι κινηματογραφημένα, είναι ψυχικά…

Τι είναι για εσάς τεχνική;

Η τεχνική στην ουσία είναι πεθαμένα μυστικά, η διαρκής ακολουθία μιας πεπατημένης που σκοτώνει τη δημιουργία, καθώς το ανήσυχο πνεύμα του καλλιτέχνη επαναπαύεται.

Ρομαντικός και προσηλωμένος στην αισθητική με έντονα εσωτερικά στοιχεία, προς τα πού θα λέγατε ότι κατευθύνεστε και γιατί; Στη μεγάλη σχολή του Griffith ή στην εξίσου μεγάλη σχολή του Eisenstein;

Ο Eisenstein ήταν δογματικός και δημιούργησε το montage και φυσικά υπήρξε ο πρωτοπόρος του ιδεολογικού montage. Ενώ ο Griffith ήταν σκηνοθέτης του plan – séquence. Το σινεμά από την εποχή του Griffith και του Eisenstein δεν κάνει τίποτα άλλο από το να πηγαίνει μια δεκαετία προς την πλευρά του ενός και μια δεκαετία προς την πλευρά του άλλου κάνοντας ένα αδιάκοπο aller retoure. Ο Eisenstein κάνει ένα ιδεολογικό σινεμά μέσα από τη ρητορεία του montage, εγώ προσωπικά αισθάνομαι περισσότερο παιδί του Griffith και του plan – séquence.

Πώς κατά τη γνώμη σας μπορεί κάποιος μέσα από την τέχνη να εξασφαλίσει τις ισορροπίες και την ομαλότητα, χωρίς να τον «ρουφήξει» η δίνη της;

Το ρίσκο πάντοτε υπάρχει, αλλά και μια τακτοποιημένη ζωή τι νόημα έχει; Άλλωστε υπάρχει και αυτό που λένε, οι μεγαλύτερη ηδονή «το ζην επικινδύνως».

Θα ήθελα να σας ρωτήσω μιας και ζήσατε πολλά χρόνια στο Παρίσι , ποια πόλη θα διαλέγατε λοιπόν Αθήνα ή Παρίσι και γιατί;

Ούτε συζήτηση, επέλεξα και θα επέλεγα ξανά και ξανά την Αθήνα. Δεν μου αρέσουν οι πόλεις μουσεία, εγώ θέλω μέσα στην πόλη να υπάρχει ένα οικόπεδο με μια άδεια και σκουριασμένη κονσέρβα, ένας χωματόδρομος, μυρωδιές από κλαδιά ,αυτές είναι οι ηδονές της παιδικής μου ηλικίας …Με ρωτούν γιατί αγαπάς την Αθήνα , «είναι μία άσχημη πόλη» μου λένε και φυσικά τους απαντώ «δεν αγαπάς τη μητέρα σου επειδή είναι όμορφη, διαφορετικά θα αγαπούσαμε όλοι μια όμορφη για μάνα μας …» Όταν εγώ ήμουν στο Παρίσι αυτό που μου έλειπε περισσότερο ,όσο και αν σου ακουστεί παράξενο, ήταν η λέξη “μαλάκα” και οι κυρίες στις γειτονιές που με τη ρόμπα ή το νυχτικό βγαίνουν στις πόρτες ! Έτσι κι αλλιώς για εμένα η Αθήνα είναι γεμάτη από μνήμες ,κάθε γωνία και κάθε σημείο σε αυτή την πόλη είναι γεμάτη αναμνήσεις ,γυρίζουμε με τη γυναίκα μου και θυμόμαστε στιγμές σε κάθε ένα μέρος ξεχωριστά. Εξάλλου τον καιρό της Αθήνας που θα τον βρεις ,τη λιακάδα μέσ’τη μέση του χειμώνα και το γαλανό της ουρανό . Το Παρίσι είναι μουντό ,διαρκώς πρέπει να κυκλοφορείς με μία ομπρέλα στο χέρι γιατί δεν ξέρεις πότε θα αρχίσει να βρέχει ακόμα και το καλοκαίρι!

Και τελευταία μας ερώτηση, κ. Παναγιωτόπουλε πώς θα χαρακτηρίζατε των εαυτό σας με δύο κουβέντες ;

Θα μπορούσα να περιγράψω τον εαυτό μου ως ένα εύθυμο πεσιμιστή ή ως ένα άθεο μυστικιστή !

ΤRAILER «ΤΑ ΟΠΩΡΟΦΩΡΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ»


 

Προηγούμενο άρθροΓιάννης Σολδάτος: Ο άνθρωπος που μας έμαθε να διαβάζουμε κινηματογράφο.
Επόμενο άρθροΟ Χρήστος Θηβαίος στο Σταυρό του Νότου