Η νέα μετάφραση του Άμλετ των εκδόσεων Gutenberg, από τον ποιητή Διονύση Καψάλη φαίνεται να κερδίζει το στοίχημα. Όχι επειδή είναι η καλύτερη μετάφραση που κυκλοφορεί, αλλά επειδή καταφέρνει να συντονίσει το έργο με το πνεύμα της εποχή μας, εκσυγχρονίζοντας τον λόγο, παραμένοντας πιστή –κατά το δυνατόν- στο πνεύμα του κειμένου. Για παράδειγμα η γνωστή ειρωνεία του Άμλετ «thrift, thrift Horatio», όταν σαρκάζει που γάμος και κηδεία γίνονται ταυτόχρονα με το ίδιο γεύμα, έχει αποδοθεί ως «λιτότητα Οράτιε, λιτότητα», κλείνοντας το μάτι στη σύγχρονη οικονομική κατάσταση.  Η παρούσα απόδοση δεν μπορεί να κριθεί αυτόνομα από την ταυτόχρονη θεατρική παράσταση που ανέβηκε στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, από τον Γ. Χουβαρδά, επ΄ευκαιρίας της οποίας συντελέσθηκε η μετάφραση.  Μόνο τότε μπορούν αντιληπτοί όλοι οι τρόποι και οι επιψαύσεις του κειμένου. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως από μόνη της η μετάφραση υπολείπεται και δεν συνιστά ενδιαφέρον ανάγνωσμα.

 

Διονύσης Καψάλης
Διονύσης Καψάλης
Ανάμεσα σε δύο παραδόσεις

Οι δύο μεγάλες εποχές της τραγωδίας αναδύθηκαν στο μεταίχμιο ενός νέου λόγου.  Η αρχαία ελληνική τραγωδία χρονικά αναπτύχθηκε στους πρόποδες εκείνου του παρακλαδιού της ελληνικής σκέψης που στο τέλος κυριάρχησε -Πλάτωνας, Αριστοτέλης- και η ελισαβετιανή τραγωδία (με την πολύ ευρεία έννοια) γεννήθηκε εν μέσω ριζικών κοινωνικών, πολιτισμικών και θρησκευτικών αλλαγών, τη λεγόμενη Αναγέννηση. Όπως ο Άμλετ είναι η πιο διάσημη μορφή του ελισαβετιανού θεάτρου, έτσι και ο Οιδίποδας είναι ο πιο γνωστός χαρακτήρας της αρχαιοελληνικής τραγωδίας. Ανάμεσα σε αυτούς του δύο ήρωες υπάρχει ένα κοινό χαρακτηριστικό -πέρα από τα γνωστά ψυχαναλυτικά συμπλέγματα- που αντικατοπτρίζει τις μεταβατικές εποχές στις οποίες ζουν. Στον Όμηρο αναφέρεται πως ο Οιδίποδας ζει και βασιλεύει παρά την αποκάλυψη της αιμομιξίας. Δηλαδή αν και είναι γνωστή η συγγενική σχέση, δεν έχει οδηγηθεί ο ήρωας στην πτώση του από το αξίωμα, όπως συνέβη στον Οιδίποδα Τύραννο.

Από την άλλη στον  «ιστορικό» του 12ου αιώνα Σάξωνα Γραμματικό, από το έργο του οποίου ο Σαίξπηρ «πήρε» την ιστορία του Άμλετ, μαθαίνουμε πως ο ήρωας εκδικήθηκε τον πατέρα του και ανέβηκε στον θρόνο. Ο  τραγικός Άμλετ και Οιδίποδας –σε αντίθεση με τους μυθικούς-  είναι δυο ήρωες που ούτε περνούν το κατώφλι της εποχής τους, αλλά ούτε και συμπεριφέρονται ως παραδοσιακοί. Τα παλιά έθιμα θα επέβαλλαν βία και αίμα άμεσα, χωρίς στοχασμό, στην περίπτωση του Άμλετ. Όμως το πνεύμα της Βιτεμβέργης, του Πανεπιστημίου του Άμλετ, το νέο πνεύμα δηλαδή, τον ωθεί να φερθεί «πολιτισμένα». Αν ο Άμλετ είχε γραφτεί 100 χρόνια αργότερα ο Άμλετ θα προσπαθούσε με μηχανορραφίες να πετύχει τον σκοπό του, χωρίς να βάψει τα χέρια του με αίμα. Όπως και στην περίπτωση του Οιδίποδα, η εποχή συμπαρασύρει τον μύθο. Δεν είναι ο καιρός του αίματος και της τιμής. Έχουν αρχίσει να διαμορφώνονται τα κοινωνικά και ιδεολογικά ρεφλέξ μιας νέας κατηγορίας πολιτισμού που δεν αρέσκεται στη θέα του αίματος. Αλλά από την άλλη ακόμα δεν έχει έρθει η εποχή του Πλάτωνα, ούτε έχει επικρατήσει  πλήρως το πνεύμα της Βιτεμβέργης. Ως εκ τούτου ο Οιδίποδα αν και απόβλητος –για τα ήθη της νέας εποχής- εντέλει καθαγιάζεται σύμφωνα με τις τελετουργίες της παράδοσης. Και στην περίπτωση του Άμλετ, αν και οι παλιοί νόμοι τον προστάζουν να σκοτώσει, το νέο πνεύμα τον αποτρέπει. Η περίφημη αναβλητικότητα του Άμλετ –που διστάζει να αναλάβει δράση- εν μέρει εδράζεται σε αυτή την αντίφαση. Ο Σαίξπηρ λύνει αυτή τη διαφορά με ένα κόλπο.  Ναι μεν ο Άμλετ δολοφονεί  τον θείο του, αλλά τις διαφορές του με τους άλλους χαρακτήρες τις λύνει όχι με τον πατροπαράδοτο τρόπο, αλλά τυχαία και συμπτωματικά.

 Το δίλημμα

Στην παρούσα έκδοση, το γνωστό πια ερώτημα “to be or not to be” αποδίδεται ως «να είσαι ή να μην είσαι;».  Από ένα ερώτημα ζωής γίνεται ένα ερώτημα ταυτότητας το οποίο ταιριάζει υπέροχα με μια σχετικά παραμελημένη θεματική του Άμλετ. Πέρα από το προφανές του ζητήματος της ύπαρξης που διατρέχει όλο το έργο, η απόδοση του Καψάλη συνυφαίνεται έντονα με το θεμελιακό ερώτημα του ποια είναι η ταυτότητα του Άμλετ. Είναι όντως τρελός ή όλο αυτό είναι μια μάσκα; Είναι εκδικητής που θα εκπληρώσει την υπόσχεσή του στο φάντασμα του πατέρα του ή θα αναβάλλει διαρκώς την πράξη αυτή; Θα σεβαστεί την επιθυμία του πατέρα του να μην ακουμπήσει τη μητέρα του ή όχι; Είναι ερωτευμένος με την Οφηλία ή την χρησιμοποιεί μόνο για να πετύχει τους στρατηγικούς του στόχους; Η «Ποντικοπαγίδα», η θεατρική παράσταση που σκαρώνει ο Άμλετ για να αναπαραστήσει μπροστά στον σφετεριστή θείο του τον τρόπο με τον οποίο εκείνος δολοφόνησε τον αδερφό του, ώστε να δει την αντίδρασή του και να καταλάβει αν όντως είναι αυτός ο φονιάς, εντάσσεται σε αυτό το παιχνίδι της ταυτότητας; Και βέβαια υπάρχει αυτός ο προκλητικός τρόπος με τον οποίο αποφάσισε ο Σαίξπηρ –απομακρύνοντας τον εαυτό του από το μυθικό υλικό- να δώσει το όνομα Άμλετ σε πατέρα και γιο. Όπως και στον Φόρτινμπρας. Εδώ το ερώτημα μετατρέπεται στο  «να είσαι ή να μην είσαι σαν τον πατέρα σου;», να έχεις τη θέση του, τη γυναίκα, τα πλούτη του ή όχι; Όπως είδαμε πιο πάνω ο Άμλετ υπερβαίνει αυτό το δίλημμα, αφού στο τέλος δεν παίρνει τίποτα, ούτε καν την ευχαρίστηση μιας ολοκληρωμένης εκδίκησης. «Τα υπόλοιπα είναι σιωπή», όπως αναφέρει στο τέλος, λίγο πριν χάσει τη ζωή του. 

Η καρδιά του μυστηρίου του Άμλετ

Και εντέλει ποια είναι η καρδιά του μυστηρίου του Άμλετ, αυτή που και ο ίδιος πρωταγωνιστής ρωτάει «…»; Τι είναι αυτό που κάνει τον Άμλετ ένα έργο τόσο  δυνατό; Ο Άμλετ σαν ήρωας καταλαμβάνει όλη την πλοκή, είναι παρόν σχεδόν πάντοτε, χαμένος στις σκέψεις του, μονολογώντας. Η καρδιά του μυστηρίου είναι πως ο Άμλετ παραμένει μέχρι το τέλος μυστήριος, αμφίβολος, γοητευτικός μέσα στην αντίφασή του, για πάντα με το μαχαίρι και το βιβλίο στο χέρι.

Προηγούμενο άρθρο“Γράμμα σε μια άγνωστη” Τάσσος Α. Γκέκας
Επόμενο άρθροΦεστιβάλ Αθηνών: η σκυτάλη στο ελληνικό θέατρο