Ο θάνατος του Ιβάν Ίλιτς. “Κι ο θάνατος…πού είναι;”
Αυτή η διακαής αναζήτηση της έλευσης του θανάτου, διατυπώνεται εναργώς στα καταληκτικά χωρία του έργου, ποιος είναι όμως, ο θάνατος; Ποιο το ποιόν του; Για τον συγγραφέα (φυσικά, με διάμεσο εμένα) ο θάνατος είναι σύγκρουση! Είναι ρήξη! Όταν ο καθρέπτης της ζωής και της συνείδησής μας σπάει, και τα είδωλα κατακρημνίζονται. Όταν η ανάμνηση του αντικατοπτρισμού δεν συνάδει με τον προκατασκευασμένο εαυτό μας… Και τότε, “Στην θέση του θανάτου υπήρχε  φως”. Μια παράδοξη στιγμή διαύγειας, μία αυτόφωτη στιγμή εν μέσω κλιμακούμενης ψυχικής ταλάντωσης ανάμεσα σε ύπαρξη και ανυπαρξία. Ίσως η απόλυτη στιγμή βεβαιότητας, ίσως η υπέρτατη στιγμή πραγματικής αυτοκριτικής ή και η πεμπτουσία της αυτογνωσίας.

  Σύμφωνα πάντα με το βιβλίο, ο θάνατος μπορεί να ελλοχεύει ή να προκαλείται από φαινομενικά μικρές κι ασήμαντες αφορμές, από αμελητέες πηγές, από δήθεν τυχαία γεγονότα. Κι όμως, είναι πάντα παρών, με έναν λανθάνον τρόπο αναθρέφεται από επιλογές, στάσεις ζωής και συγκυρίες. Συντελείται λοιπόν, ανύποπτα πολλές φορές και υποδόρια ακολουθώντας τα χνάρια της ζωής μας και καιροφυλακτώντας για την στιγμή της μεγαλύτερης διάβρωσης μα και συνάμα συνειδητότητας.

 Υπό αυτή την οπτική ηττάται ο θάνατος και επανανοηματοδοτείται. Γίνεται ευσεβής πόθος και αυλαία σε μια ζωή που εκτροχιάζεται. Η απομυθοποίηση της τερματικότητας και της καταλυτικότητας του θανάτου και η αναγωγή του ως προοπτική, απηχεί τη ριζοσπαστικότητα του συγκεκριμένου έργου. Ο θάνατος, ακόμα κι όταν ο υλικός συμπίπτει με τον πνευματικό, βιώνεται ως λύτρωση, ως κάθαρση, αλλά όχι εν τέλει από μια μοιρολατρική ή πεσιμιστική σκοπιά, αλλά ως επανεκκίνηση.  Όπως έχει πει άλλωστε και η αγαπημένη μου ποιήτρια, η Κατερίνα Αγγελάκη- Ρουκ, “ό,τι ζει δεν είναι πάντα για καλό, κι ό,τι πεθαίνει δεν είναι πάντα απελπισία”. Ίσως πρέπει να επιζητάμε και να επιδιώκουμε το θάνατο, ακόμα και να δολοφονούμε πτυχές του εαυτού μας ή τα απομεινάρια μια ύπαρξης ρημαγμένης ή δουλοπρεπούς. Κι ίσως η ανάσταση που προσδοκούμε να πηγάζει εκ των έσω, από αυτήν την μικρή ή μεγάλη αποστασία, από την παράδοση στο θάνατο.

 Για να ολοκληρωθεί αυτή η αντίστροφη διαπραγμάτευση της εμπειρίας του θανάτου  είναι σημαντικό να σκιαγραφηθεί το προφίλ του θανόντα ήρωα, η ζωή του οποίου τίθεται στο μικροσκόπιο, αφότου η είδηση του θανάτου του οδηγήσει τον κοινωνικό του περίγυρο σε μια αναμέτρηση με τα μεγάλα υπαρξιακά ερωτήματα.  Ο Ιβάν Ίλιτς ενσαρκώνει την σχεδόν κοινότυπη πορεία κάθε ανθρώπου που αναμετράται με το κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό πλαίσιο της ζωής του. Με συνήθη απόληξη τον συμβιβασμό και την αλλοτρίωση, η ύπαρξη αυτοακυρώνεται σε μια ύστατη προσπάθεια να απεμπολήσει τις υπαρξιακές αυταπάτες και να βιώσει την βαθύτερη οντολογική αλήθεια.

 

Ακόμα, λοιπόν, και για τον Ιβάν Ίλιτς, έναν δημόσιο αξιωματούχο του δικαστικού σώματος, με καλές σπουδές, ένα μέλος των ανώτερων μεσοαστικών κοινωνικών στρωμάτων με προοπτική μεγαλοαστού, έναν ευυπόληπτο κατά το φαίνεσθαι πολίτη, οικογενειάρχη, με ωραία και ακριβά διακοσμημένο σπίτι, με τις ενδεδειγμένες, για το κοινωνικό του status, συναναστροφές,  έστω και προ του τέλους, η υπαρξιακή του κατάσταση αποτέλεσε αντικείμενο έντονου προβληματισμού και αναθεώρησης. Και φυσικά, κάτι τέτοιο δεν συντελείται ανώδυνα. Αναστοχαζόμενος και απομυθοποιώντας κομβικά σημεία της ζωής του, απώλεσε αυτομάτως κάθε σταθερά, αντικαθιστώντας τες με μια καθολική αμφισβήτηση σχετικά με την θέση και απόστασή του από τον πραγματικό προορισμό του ανθρώπου. Η υποταγή του σε συμβάσεις, η δουλοπρεπής προσήλωση στο κοινωνικά αποδεκτό, το κυνήγι εξουσίας, ο αγώνας για ανέλιξη και περισσότερα χρήματα, το φαίνεσθαι και το έχειν σε αντιδιαστολή με το είναι, η τυπική εργαλειοποίηση των σχέσεων συνέθεταν έναν απολογισμό που του στοίχισε την πνευματική και την ψυχική του υγεία. Μα περισσότερο από όλα, η μη έγκαιρη συνειδητοποίηση και η θυσία της πολύτιμης ύπαρξης στο ποτάμι του χρόνου ήταν που προκαλούσαν τον μέγιστο πόνο αλλά και τρόμο σχετικά με την ενδεχόμενη κατασπατάληση κάθε δοθείσας ευκαιρίας και την μη διαθεσιμότητα επανεκκίνησης του βίου.

 Στο σημείο αυτό, πέρα από την ψυχική οδύνη που επισύρει μια τέτοια ετυμηγορία και απομυθοποίηση, θα πρέπει να σημειωθεί η θέαση της αλλοτριωμένης και παραστρατημένης ύπαρξης περισσότερο ως μη ύπαρξη ή ως αποποιημένη ύπαρξη, με τον θάνατο να διαδραματίζει διττό ρόλο. Αφενός, να καταλύσει  την προηγούμενη και υπό αμφισβήτηση υπαρξιακή κατάσταση, που απορρίφθηκε χάριν κριτικού στοχασμού και αφετέρου να διανοίξει νέους ορίζοντες και προοπτικές, να επαναφέρει την ύπαρξη προσανατολισμένη σε ένα νέο και ουσιαστικό τέλος. Κατά συνέπεια, διακρίνεται ο συμβολισμός της συνειδητοποίησης μέσω του θανάτου, ο οποίος συνιστά καταλυτική τομή για την ανθρώπινη σκέψη πάνω στην ύπαρξη ενώ ταυτόχρονα η αλληλουχία ζωής και θανάτου αποτελεί σχέση συνέχειας, με την ύπαρξη να εναλλάσσεται ή να περιδινείται σε έναν αέναο κύκλο. Αυτή η αντιφατικότητα στην ερμήνευση της έννοιας του θανάτου ενέχει και την δυναμική που εγγράφεται σε αυτόν να προκαλεί τριγμούς στην ύπαρξη και μετατοπίσεις στη συνείδηση. Κι ίσως ο κλονισμός που επιφέρει ο ίδιος ο θάνατος ή ο φόβος του θανάτου, να θεωρηθεί και ως αποκατάσταση του νοήματος, των αξιών, της δράσης και της σκέψης.

Καταληκτικά, λοιπόν, ο θάνατος ως συνειδησιακό άλμα και τομή, είναι πιθανός και δυνατός για όλους τους ανθρώπους, ανεξάρτητα από τη θέση τους στην ταξική διαστρωμάτωση, και απαιτεί επίπονη διανοητική εργασία, ενεργητική δράση  και κριτική στάση, ώστε ακόμα κι αν την πρώτη φορά αφορμάται από τυχαιότητες, να καταστεί ο άνθρωπος ικανός να τον επιβάλλει στον κόσμο και τον εαυτό του, προκειμένου να αποδεσμευτεί και να καταξιώσει την ύπαρξή του.

Προηγούμενο άρθρο«Δανεικά Παπούτσια» στο ΚΕΤ στις 29/01/2015 & 5/02/2015
Επόμενο άρθροΚυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Γαβριηλίδης τα πεζογραφήματα